Ήταν 16 Οκτωβρίου 1989. Η ώρα ήταν 7 και είχε ήδη σκοτεινιάσει. Ανάμεσα στα σταθμευμένα αυτοκίνητα της ήσυχης γειτονιάς της Μεταμόρφωσης στην Καβάλα, κρυβόταν μία νεαρή κοπέλα με αγριεμένη όψη. Είχε στήσει καρτέρι σε ένα εφτάχρονο αγόρι που την ώρα εκείνη επέστρεφε μαζί με ένα φίλο του από το σχολείο. Πριν ο μικρός προλάβει να αντιδράσει, η γυναίκα πετάχτηκε από την κρυψώνα της και του επιτέθηκε με ένα σουγιά.
Η Ανδρομάχη ήταν 20 χρόνων και φοιτήτρια της ιταλικής φιλολογίας. Διέμενε στην Καβάλα με τους θετούς γονείς της και τον μεγαλύτερο αδερφό της. Η ίδια έμαθε ότι ήταν υιοθετημένη όταν έγινε 17. Το γεγονός αυτό φαίνεται να στιγμάτισε τη νεαρή κοπέλα. Από τη στιγμή εκείνη η συμπεριφορά της άλλαξε. Έγινε αντικοινωνική, απομονώθηκε, ενώ σταδιακά παρουσίαζε κρούσματα ακραίων συμπεριφορών αλλά ακόμα και παραισθήσεις.
Μετά την αποφοίτηση από το σχολείο, γνώρισε τον Γιάννη. Ήταν ένας 47χρονος πρώην ποδοσφαιριστής και πλέον εργολάβος οικοδομών. Γνωστός σε όλους και αγαπητός στην περιοχή. Είχε χάσει τη γυναίκα του πριν από τρία χρόνια και πάσχιζε να μεγαλώσει μόνος του τα τέσσερα ανήλικα παιδιά του. Ο γοητευτικός άντρας πολύ γρήγορα έγινε το αντικείμενο του πόθου της νεαρής φοιτήτριας. Το αποτρόπαιο έγκλημα συγκλόνισε την ήσυχη κοινωνία της Καβάλας.
Η ερωτική έλξη της Μάχης, όπως τη φώναζαν, δεν άργησε να μετατραπεί σε εμμονή. Αρχικά το φλερτ της βρήκε κάποια ανταπόκριση και άρχισαν να συναντιούνται σε ξενοδοχείο της πόλης, αλλά όπως παραδέχθηκαν και οι δύο αργότερα, οι σχέσεις αυτές δεν ήταν ολοκληρωμένες. Σύμφωνα με τον 47χρονο, η Μάχη ήταν παρθένα και τον πίεζε να την παντρευτεί.
Ήθελε μονιμότητα στο δεσμό τους. Εκείνος δεν έβλεπε προοπτική και σύντομα αποφάσισε να διακόψουν τη σχέση τους. Τότε, η Μάχη άλλαξε συμπεριφορά. Άρχισε να τηλεφωνεί καθημερινά στο σπίτι του, να τον ενοχλεί στη δουλειά του, ακόμα και να πηγαίνει στο σχολείο των παιδιών του. Μάλιστα, ο πατέρας της αποκάλυψε ότι συχνά την είχε πιάσει να βγαίνει στο απέναντι μπαλκόνι και να επιδεικνύει τα στήθη της στον ποδοσφαιριστή, φωνάζοντάς τον «ανίκανο».
Αυτή η ακραία συμπεριφορά δεν άργησε να φέρει τον άντρα στα όριά του. Κάποια μέρα, ανέβασε τους τόνους και ξεκαθάρισε στη φοιτήτρια ότι αυτό που υπήρχε μεταξύ τους είχε λήξει οριστικά. Η Μάχη αντέδρασε και άρχισε να φωνάζει και να εξαπολύει απειλές ότι θα τον εκδικούταν. Δυστυχώς, ο 47χρονος δεν την πήρε στα σοβαρά.
Η αποτρόπαια εκδίκηση
Ήταν αρχές Οκτωβρίου του ’89 και η 20χρονη πήρε απόφαση να τον εκδικηθεί. Αυτές τις σκέψεις μοιράστηκε με μία 17χρονη φίλη της και της ζήτησε να τη βοηθήσει. Συγκεκριμένα της είπε ότι ήθελε να «σημαδέψει ένα παιδάκι». Η φίλη της τρόμαξε και την επόμενη κιόλας μέρα πήγε στην Ασφάλεια να ενημερώσει τις αρχές. Όπως παραδέχθηκε θέλησε να προστατεύσει την φίλη της..
Οι αστυνομικοί κάλεσαν τη φοιτήτρια, η οποία αρνήθηκε τα πάντα. Της έκαναν, ωστόσο, αυστηρές συστάσεις. «Πρόσεξε, αν γίνει κάποιο φονικό ή τραυματισμός, η πρώτη που θα συλλάβουμε θα είσαι εσύ». Δυστυχώς έτσι κι έγινε.
Στις 16 Οκτωβρίου η κοπέλα έθεσε το μακάβριο σχέδιό της σε εφαρμογή. Είχε μάθει τα ωράρια του επτάχρονου γιου του πρώην εραστή της και έστησε ενέδρα έξω από το σχολείο. Οπλισμένη με ένα σουγιά, κρυβόταν ανάμεσα στα παρκαρισμένα αμάξια.
Όταν θεώρησε ότι η περιοχή ήταν αρκετά απομονωμένη και ο φωτισμός αρκετά χαμηλός, πετάχτηκε από την κρυψώνα της και αιφνιδίασε τα δύο αγόρια. Με το αριστερό της χέρι έπιασε τον επτάχρονο από το κεφάλι και με το σουγιά που κρατούσε στο δεξί τον μαχαίρωσε κάτω από το αυτί. Ύστερα τράπηκε σε φυγή.
Διήνυσε περίπου δύο χιλιόμετρα πεζή μέχρι που μπήκε σε ένα κατάστημα επισκευής ηλεκτρονικών συσκευών και ζήτησε να πλυθεί. Μάλιστα, μπροστά στα έντρομα μάτια του ιδιοκτήτη, πέταξε το μαχαίρι που κρατούσε, στον υπόνομο δίπλα από το μαγαζί.
Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι έμπλεξε σε καυγά με έναν νεαρό. Μόλις κατέφθασε το ασθενοφόρο στο σημείο ήταν πλέον αργά. Ο θάνατος του μικρού ήταν ακαριαίος και προήλθε από αιμορραγικό σοκ και καρδιαναπνευστική ανεπάρκεια.
Η καταδίκη
Όλες οι υποψίες γρήγορα έπεσαν στην 20χρονη, η οποία συνελήφθη τις επόμενες μέρες. Ωστόσο, εκείνη αρνούταν τα πάντα. Δήλωνε αθώα, ενώ υποστήριζε ότι δεν γνωριζόταν καν με τον πατέρα του παιδιού. Τα στοιχεία που είχε αφήσει πίσω της όμως ήταν αρκετά ώστε ο εισαγγελέας να την παραπέμψει σε δίκη. Η απουσία άλλοθι, οι λεκέδες αίματος πάνω στον σουγιά που ταίριαζαν με την ομάδα αίματος του μικρού Νίκου, η μαρτυρία της φίλης της μερικές ημέρες πριν, η κατάθεση του φίλου του επτάχρονου. Όλα καταδείκνυαν την ίδια.
Οι γονείς της ήταν σοκαρισμένοι. Δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν την πράξη της κόρης τους, αλλά από την άλλη έριχναν το φταίξιμο στα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια. Την ίδια γραμμή ακολούθησε και η υπεράσπισή της. Όταν η ίδια ανέβηκε στο ειδώλιο να καταθέσει, τα λόγια της δεν είχαν ειρμό και λογική. «Λυπάμαι γιατί έχασα το φίλο μου, το φίδι, το φωνάζω και δεν έρχεται. Με έφεραν εδώ από το μοναστήρι αλλά δεν γνωρίζω γιατί». Ισχυριζόταν ότι είχε παραισθήσεις ότι όλον αυτό τον καιρό βρισκόταν κλεισμένη σε κάποια μονή.
«Πρώτη φορά βλέπω μαχαίρι»
Όταν ο δικαστής της έδειξε το σουγιά και τη ρώτησε τι ήταν το αντικείμενο αυτό, εκείνη αποκρίθηκε: «Είναι μαχαίρι. Πρώτη φορά το βλέπω. Δεν έχω πια δει μαχαίρι, γιατί το ψωμί και τις σαλάτες στο μοναστήρι μας τις φέρνουν έτοιμες».
Η τελική απόφαση βγήκε τα ξημερώματα της 20ης Μαρτίου του 1991. Η Ανδρομάχη καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης για ανθρωποκτονία από πρόθεση και 5 χρόνια για οπλοφορία και οπλοχρησία. Κατά τη συγχώνευση, της επιβλήθηκε συνολική ποινή 23 ετών και 6 μηνών, από τα οποία τα 10 τουλάχιστον χρόνια έπρεπε να παραμείνει έγκλειστη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο.
Όταν ο συνήγορός της την ενημέρωσε για την καλή έκβαση της υπόθεσης -εφόσον γλίτωσε τα ισόβια-, η εικοσάχρονη άλλαξε ύφος και στάση. Χαμογέλασε γαλήνια και είπε: «Επιτέλους θα ηρεμήσω». Ύστερα ρίχτηκε στην αγκαλιά των γονιών της.