Ένα κείμενο “γροθιά στο στομάχι” (μια έκφραση κλισέ που εδώ όμως ταιριάζει απόλυτα), δημοσίευσε ο γνωστός δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης, για την “χαμένη γενιά”, στο έλεος της ανεργίας και των χαμένων ονείρων.
Ο γνωστός δημοσιογράφος περιγράφει την παρέα της κόρης του, που είναι σήμερα 26 χρονών, σπούδασε στο Ηράκλειο και κατόρθωσε να βρει δουλειά στην Ελλάδα της κρίσης. Από την παρέα της ωστόσο, όπως λέει, είναι η μόνη που μπορεί να κάνει όνειρα επαγγελματικά και προσωπικά.
Δείτε γιατί και πώς, στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο liberal.gr και αξίζει να το διαβάσετε μέχρι τέλους
“Η κόρη μου είναι 26 χρονών. Έβγαλε δημόσιο σχολείο, σπούδασε λογιστικά στο Ηράκλειο, αρνήθηκε να φύγει στο εξωτερικό. Ένα μέσο παιδί μιας μέσης οικογένειας. Βρήκε με τα χίλια ζόρια μια απλή δουλειά στην ειδικότητα της στον ιδιωτικό τομέα. Δουλεύει πολύ, πληρώνεται στοιχειωδώς αλλά τουλάχιστον με πλήρη ασφάλιση. Απ’ την παρέα της, είναι η μόνη που δουλεύει. Δυστυχώς.
Η παρέα της αποτελείται από καμιά δεκαριά συνήλικους και συνήλικες της, όλα παιδιά της γειτονιάς και παλιοί συμμαθητές, σπουδαγμένα και με μυαλό. Πολυτεχνεία, οικονομικές σχολές, φυσικομαθηματικές, παιδαγωγικά. Από τους δέκα, μόνο η κόρη μου δουλεύει σε κανονική δουλειά, όλοι οι υπόλοιποι είναι είτε εντελώς άνεργοι, είτε ψευτοαπασχολούνται ως σερβιτόροι σε καφετέριες και ως πωλητές σε supermarkets με εργασία part time.
Κοιτάζω καμιά φορά αυτή την παρέα και με πιάνει η ψυχή μου. Βλέπω παιδιά με σοβαρά προσόντα και με όρεξη να κάνουν πράγματα, να κάθονται γύρω-γύρω απ’ το τραπεζάκι του σαλονιού και να μετράνε τα φραγκοδίφραγκα για να πάρουν μια πίτσα στο σπίτι που μαζεύονται. Το έξω κοστίζει βλέπετε. Αν ποτέ πέσετε πάνω τους, καλύτερα να μην τα ρωτήσετε που μένουν. Θα στεναχωρηθείτε. Και τα δέκα μένουν στο παιδικό τους δωμάτιο. Αγόρια θηρία μέχρι εκεί πάνω και κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά, αντί ν’ ανοίξουν τα φτερά τους στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή, αγκαλιάζουν το παιδικό τους μαξιλαράκι το βράδυ που κοιμούνται.
Έχουν ήδη ψάξει όλα για δουλειά επί χρόνια. Έστειλαν βιογραφικά με το τσουβάλι, σε όποια δουλειά μπορεί κανείς να φανταστεί. Τίποτα. Έδωσαν δεκάδες συνεντεύξεις, καμιά δεν καρποφόρησε. Τώρα πια αμφισβητούν και την αξία του βιογραφικού και την σημασία της συνέντευξης. Όταν ήταν φοιτητές (γιατί τα γνωρίζω από μικρά) και λίγο μετά το πτυχίο, τα άκουγες να κάνουν όνειρα για το μέλλον. Τώρα οι συζητήσεις αυτές έχουν κοπεί. Ζουν με το ‘’μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει’’. Η έννοια της καριέρας όλο και σβήνει απ’ το μυαλό τους. Βλέπουν παλιότερους τους να βρίσκονται στην ίδια μοίρα μ’ αυτά και νεότερους να έρχονται να συνωστίζονται από πίσω τους. Δεν βλέπουν φως.
Τα περισσότερα απ’ αυτά έχουν πια τις σχέσεις τους. Παλιότερα σ’ αυτές τις ηλικίες άρχιζαν σιγα-σιγά τα σχέδια για να φτιάξουν οικογένειες. Τώρα αυτό δεν υπάρχει καν στον ορίζοντα. Αν κάτι ονειρεύονται για το μακρινό μέλλον, δεν είναι πια ο γάμος και τα παιδιά, αλλά η δυνατότητα τους να φύγουν κάποτε από το πατρικό τους για έναν δικό τους χώρο. Κι όλο σχεδιάζουν να μαζέψουν τίποτα λεφτά για να ζήσουν –έστω- μονάχα τους και στο τέλος του μήνα πάντα καταλήγουν στην μαμά και στην γιαγιά για να συμπληρώσουν το φραγκοδίφραγκο για την πίτσα στο σπίτι.
Η πολιτική γι αυτά δεν υπάρχει. Είναι κάτι χειρότερο απ’ την χολέρα, κάτι μακρινό, βρώμικο και συλλήβδην ανήθικο. Δυο δεκαετίες που τα παρακολουθώ τώρα (μερικά από το νηπιαγωγείο) μόνο μια φορά τα είδα να δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για την πολιτική: Την περίοδο του δημοψηφίσματος. Κάποια ψιλοτσακώθηκαν κιόλας τότε. Η αναλογία τους ήταν ακριβώς 60-40 τότε. Μετά, όχι μόνο δεν ξαναμίλησαν για πολιτική, αλλά την σιχάθηκαν χειρότερα. Πλέον, δεν ελπίζουν τίποτα απ’ αυτήν και δεν θέλουν να έχουν σχέση μαζί της. Στις επόμενες εκλογές δεν ξέρω ούτε αν θα πάνε να ψηφίσουν, ούτε τι θα ψηφίσουν.
Είναι παιδιά που βλέπουν την ζωή να περνά δίπλα τους δίχως να τα ακουμπά, είναι μια γενιά που βλέπει τα χρόνια να περνούν ερήμην της. Τη μνημονεύω την γενιά αυτή στο σημερινό μου σημείωμα, διότι είδα το αναιμικό 1,4% ανάπτυξη, καθώς και μια έρευνα της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ με ζοφερά στοιχεία. Σκέφτηκα να προσωποποιήσω αυτά τα δυο δεδομένα στον μικρό μου κοινωνικό κύκλο. Αν κάποιος πολιτικός θέλει να κάνει κάτι καλό για τούτο τον τόπο, ας δώσει λίγη έμπνευση και μία κάποια προοπτική σ’ αυτά τα άξια και άτυχα παιδιά…”