Ο Βασίλης Καρράς έφυγε από τη ζωή μία ημέρα πριν τα Χριστούγεννα και η οικογένειά του, δυστυχώς, αντί να γιορτάζει, είναι βυθισμένη στον πόνο και στη θλίψη. Από την πρώτη στιγμή που τα δυσάρεστα έγιναν γνωστα. πραγματοποιήθηκαν πολλές αφιερώσεις προς τιμήν του καλλιτέχνη, καθώς έχει αφήσει πίσω του σπουδαίο έργο, ενώ το βράδυ του Σαββάτου 30/12 στο κανάλι του ΑΝΤ1 προβλήθηκε η συνέντευξη που είχε …
…παραχωρήσει πριν από δύο χρόνια στο Ενώπιος Ενωπίω και στον Νίκο Χατζηνικολάου.Σε αυτή, ο ίδιος είχε μιλήσει για το δύσκολο ξεκίνημά του, τον “πόλεμο” που δέχθηκε, όταν έφτασε στην Αθήνα για πρώτη φορά και αποφάσισε να γράψει τους δικούς του στίχους, ενώ μίλησε και για τον λόγο…
Ο Βασίλης Καρράς έφυγε από τη ζωή μία ημέρα πριν τα Χριστούγεννα και η οικογένειά του, δυστυχώς, αντί να γιορτάζει, είναι βυθισμένη στον πόνο και στη θλίψη. Από την πρώτη στιγμή που τα δυσάρεστα έγιναν γνωστα. πραγματοποιήθηκαν πολλές αφιερώσεις προς τιμήν του καλλιτέχνη, καθώς έχει αφήσει πίσω του σπουδαίο έργο, ενώ το βράδυ του Σαββάτου 30/12 στο κανάλι του ΑΝΤ1 προβλήθηκε η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πριν από δύο χρόνια στο Ενώπιος Ενωπίω και στον Νίκο Χατζηνικολάου.
Σε αυτή, ο ίδιος είχε μιλήσει για το δύσκολο ξεκίνημά του, τον “πόλεμο” που δέχθηκε, όταν έφτασε στην Αθήνα για πρώτη φορά και αποφάσισε να γράψει τους δικούς του στίχους, ενώ μίλησε και για τον λόγο που είχε φρουρά έξω από το σπίτι του.
Η συνέντευξη του Βασίλη Καρρά στο Ενώπιος Ενωπίω
«Βρήκα πόνο, στεναχώρια, μεγάλες χαρές. Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπίτι του, να σε κάνει δικό του, τότε γίνεσαι μεγάλος που έλεγε και ο κ. Μάτσας. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει, τον πρόλαβα στο τσακ. Όταν είσαι αυτός που είσαι, όπως είσαι, όλα τα κερδίζεις. Και όταν λες αλήθεια. Για να πεις ένα ψέμα, έχεις άλλα δέκα από πίσω.
Κανένα ξεκίνημα δεν είναι απλό! Πήγαινα με τον αδελφό μου και κολλούσα τις αφίσες στον δρόμο και με είχε πιάσει η αστυνομία. Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Έκανα τότε δύο και τρεις δουλειές. Στα πρώτα μου βήματα με είχε στηρίξει ο Μίμης Πλέσσας. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει, ούτε η πόρτα αν δεν το χτυπήσεις εσύ.
Το 1959 ήμουν 8-9 χρονών, είχε βγει το τραγούδι του Καζαντζίδη το “Τελευταίο βράδυ μου”. Γίνεται ένας γάμος στο χωριό και μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Κατεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη και δεν το έβαλα κάτω, έκανα αμέτρητες δουλειές. Δεν άφηνα καμία να πέσει κάτω. Μετά έχασα τον πατέρα μου στα 17. Ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια. Θύμωνε η μάνα μου όταν πήγαινα μαζί της στα σπίτια που καθάριζα, δεν ήθελε.
Είμαι σε ένα ταβερνάκι με τους φίλους μου και είχε βγει το τραγούδι “Δελφίνι, δελφινάκι”, και έτσι όπως τραγουδούσαμε μου είπε ένας που έπαιζε ακορντεόν να τραγουδάω. Ντρεπόμουν αλλά μέσα μου καιγόμουν! Ήταν ένα μαγαζί που είχε μισό πρόγραμμα με λαϊκό και θα έλεγα 5-6 τραγούδια. Η πρεμιέρα είχε τόσο κόσμο όσο είχα σήμερα. Ήρθε η αστυνομία, ήρθαν μηχανές. Έκλεισε ο δρόμος. Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί και συνέχιζε αυτό να γίνεται. Εκεί άρχισα να νιώθω μια φλόγα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να παρατήσω και την άλλη δουλειά (σσ. μηχανικός)», ανέφερε