Το Συμβούλιο Επικρατείας με απόφασή του αποφάσισε ότι στις ομαδικές προσφυγές δεν θα καταβάλλεται ένα παράβολο των 150 ευρώ, όπως γίνεται μέχρι τώρα, αλλά θα καταβάλλονται ξεχωριστά 150 ευρώ από τον κάθε ένα προσφεύγοντα.
Η απόφαση, η οποία θα κριθεί τελικά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, καθώς λόγω μείζονος σπουδαιότητας, το Β΄ Τμήμα παρέπεμψε το όλο θέμα εκεί, θέτει ένα νέο φίλτρο εισόδου υποθέσεων στο ΣτΕ και περιορίζει αισθητά το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών
Το σκεπτικό και η μειοψηφία
Η αυξημένου κύρους 7μελής σύνθεση του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σαρπ και εισηγητή τον πάρεδρο Ιωάννη Δημητρακόπουλο, έκρινε κατά πλειοψηφία πως «προκύπτει αβίαστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση, όπως η παρούσα, άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους, οφείλεται, επί ποινή απαραδέκτου, παράβολο χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα αυτά.
Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου (150 ευρώ) χωριστά για καθέναν από τους αιτούντες συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας εκάστου εξ αυτών, διότι, εφόσον είναι επιτρεπτή η επιβολή υποχρέωσης καταβολής παραβόλου 150 ευρώ σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται από ένα πρόσωπο, επιτρέπεται, κατά λογική αναγκαιότητα, να επιβληθεί και υποχρέωση καταβολής παραβόλου 150 ευρώ χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα τα οποία ζητούν από κοινού, με ένα δικόγραφο, την ακύρωση ορισμένης διοικητικής πράξης.
Από την άλλη πλευρά, η μειοψηφία (οι σύμβουλοι Επικρατείας Μιχάλη Πικραμένος και Ιωάννης Σύμπλης, όπως και η πάρεδρος χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου Όλγα-Μαρία Βασιλάκη) αναφέρει ότι οι ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις «ουδόλως θεσπίζουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου για καθένα χωριστά από τους διαδίκους που ενώνονται στο κοινό δικόγραφο στο πλαίσιο του δικονομικού θεσμού της ομοδικίας, εφ’ όσον μάλιστα η ακυρωτική δίκη αφορά την αντικειμενική νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και όχι αυτοτελείς ατομικές αξιώσεις και δίκαια εξ υποκειμένου, η δε ομοδικία (κατ’ αντίθεση προς τις χαλαρότερες προϋποθέσεις που τάσσονται επί αγωγής) προϋποθέτει κοινό έννομο συμφέρον και κοινούς λόγους ακυρώσεως».