Θέλω να σας ξεκαθαρίσω πως δεν έχω τίποτα με τους τσιγγάνους, τον αδερφό μου θα μπορούσαν να τον είχαν πάρει και άνθρωποι εκτός φυλής, ανεξαρτήτου χρώματος, θρησκείας ή καταγωγής. Ο λόγος που σας λέω την ιστορία μου, είναι για να δώσω ελπίδα και σε άλλους που αναζητούν παιδιά, αδέρφια και γονείς.
Ήμασταν δεν ήμασταν 7 χρονών με τον δίδυμο αδερφό μου όταν εξαφανίστηκε. Η μητέρα μου μας μεγάλωνε μόνη της και όταν πέθανε ο πατέρας μου, αφήσαμε την Αθήνα και ήρθαμε στο χωριό για να είμαστε κοντά στους γονείς της και να έχει βοήθεια.
“Επαρχία, τι πιο ιδανικό και ασφαλές σαν περιβάλλον για τα παιδιά” σκέφτηκε η μητέρα μου και πήρε την απόφαση. Τελικά όμως το ιδανικό και το ασφαλές είναι έννοιες σχετικές…
Γυρίζαμε από το σχολείο, η μάνα μου ήταν στα χωράφια με τον παππού μου. Φύγαμε με άλλα 3 παιδιά συμμαθητές μας και στα μισά του δρόμου χωριστήκαμε, εγώ με τον αδερφό μου ακολουθήσαμε τον έναν δρόμο και τα άλλα παιδιά, τον άλλον. Πρώτη φορά χωριστήκαμε, ήθελε ο αδερφός μου επίμονα να μαζέψουμε λουλούδια από εκείνο τον δρόμο γιατί η μητέρα μας είχε γενέθλια και ήθελε να της τα προσφέρει.
Όπως μαζεύαμε λουλούδια, του φώναξα από μακριά ότι είχαμε αργήσει και έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι φτάνει τα μαζέψαμε τα λουλούδια και μου είπε “λίγο ακόμα”. Μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου, τον είχα χάσει και το μόνο που έβλεπα ήταν την καρότσα ενός κόκκινου φορτηγού. “Στέλιο, Στέλιο” φώναζα αλλά απάντηση καμία. Έβαλα τα κλαματα φοβήθηκα, δεν ήξερα που βρισκόμουν είχα χαθεί. Τα λέω τώρα και ανατριχιάζω. Με βρήκε ένας γείτονας που πέρναγε τυχαία και με γύρισε σπίτι.
Μάνα και παππούδες ανάστατοι, χάσαμε το παιδί φώναζαν. Κλάμα κακό. Εγώ νόμιζα ότι θα γυρνούσε, ότι ήταν κάποιο αστείο, ότι ήθελε να μαζέψει κι άλλα λουλούδια για τη μητέρα μας. Με ρωτούσαν συνέχεια πού ήταν, πώς ήταν, τί έγινε, γιατί ξεμάκρυνε, αν είδα καλύτερα το φορτηγό που έφευγε. Ύστερα αστυνομία, τηλέφωνα, κλάματα ξανά. Είχαμε βάλει χαρτιά με τη φωτογραφία του παντού σε όλα τα μαγαζιά και τις κολώνες, συγχωριανοί ερευνούσαν την περιοχή, τα πηγάδια, τους γκρεμούς μήπως είχε πέσει πουθενά. Έκαναν ανάκριση και στα 3 παιδιά με τα οποία είχαμε χωριστεί αλλά δεν είχαν δει κάτι. Πέρασαν έτσι μέρες, μήνες , τα χαρτιά στις κολώνες ξεθώριασαν, βράχηκαν, σκίστηκαν και ο Στέλιος πουθενά. Ένιωθα τύψεις, φοβερές τύψεις που δεν τον πρόσεχα, που δεν τον κοίταξα εκείνα τα δευτερόλεπτα που μάλλον-γιατί τότε δεν ήμασταν σίγουροι 100%-τον είχε πάρει εκείνο το φορτηγό.
Ποιος να της το λεγε της μάνας μου, πως τη μερα των γενεθλίων της, θα της αρπάζαν το παιδί;
Βάλαμε ερευνητή μετά από χρόνια αλλά δεν βρέθηκε κάτι. Ένα παλικάρι μας πλησίασε κάποια στιγμή μέσα από μία ομάδα, εκείνος νόμιζε ότι μπορεί να ήμασταν η οικογένειά του γιατί ταίριαζαν οι ημερομηνίες αν και δεν μοιάζαμε καθόλου, αλλά για σιγουριά κάναμε dna και καμία σχέση. Απογοήτευση.
Η μάνα μου πέθανε με τον καημό του Στέλιου. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από άνοια και όμως, με έβαζε να της λεω ξανά και ξανά την ιστορία από εκείνη την ημέρα που μαζεύαμε λουλούδια και χάθηκε. Την αλήθεια την έμαθα πέρσι όταν αποφάσισα ξανά με άλλον ερευνητή να βρω τον αδερφό μου. Και τον βρήκα. Ύστερα από 30χρόνια.
Τον είχαν πάρει τσιγγάνοι. Πούλαγε ρούχα σε πάγκο, ζούσε σε καταυλισμό στην Αθήνα πια και είχε παντρευτεί από τα 17 του, έχει 7 παιδιά.
Πήγα από μακριά και τον είδα. Ολόιδιος εγώ. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αδερφός μου. Τί να του πεις τώρα; Να κάνετε dna; Να σμίξετε; Τί;
Τον έπιασε και του μίλησε ο ερευνητής, εγώ δεν το άντεχα. Μας έφερε σε επαφή, μόλις αντικρύσαμε ο ένας τον άλλον, ξεσπάσαμε σε κλάμματα. Και εκείνος θυμάται εκείνη τη μέρα.
Μια οικογένεια τσιγγάνων, τον έβαλε στο φορτηγάκι και του είπε ότι θα τον γύριζαν σπίτι μας. Μετά από ώρα του είπαν πως εγώ και η μάνα μας φύγαμε ταξίδι και δεν μπορούσαμε να τον πάρουμε μαζί οπότε θα τον φρόντιζαν εκείνοι μέχρι να γυρίσουμε. Πότε του έλεγαν ότι θα γυρίζαμε πότε ότι τον παρατήσαμε. Έκλαιγε πολύ τις πρώτες μέρες. Πέρασαν τα χρόνια, ο Στέλιος συνήθισε. Δεν μας αναζήτησε δεν ήξερε πως και είχε μάθει πια στη ζωή των τσιγγάνων. Αγαπούσε τα γράμματα αλλά δεν σπούδασε, με το ζόρι έβγαλε την Πέμπτη δημοτικού. Ακολούθησε το επάγγελμα της οικογένειάς του, τα παζάρια και τις λαικές και έκανε οικογένεια μόλις 17 χρονών. Κάναμε dna εννοείται βγήκε συμβατό. Οι γονείς του δεν ζούσαν πια.
Θα έλεγε κανείς πως είμαι ευτυχισμένη που βρήκα τον αδερφό μου αλλά θα είμαι ειλικρινής. Δεν νιώθω τίποτα, νιώθω πως δεν έχουμε τίποτα κοινό. Όχι επειδή είναι τσιγγάνος, αλλά γιατί ο τρόπος ζωής μας είναι τόσο διαφορετικός. Μια φορά το τρίμηνο ή το εξάμηνο θα περάσω από τον πάγκο να τον δω και να του δώσω σοκολάτες για τα ανίψια μου. Θέλω να τον βλέπω, να ξέρω ότι είναι καλά, αλλά αυτά που ονειρευόμουν, τον χρόνο που ονειρευόμουν ότι θα αναπληρώναμε, τώρα βλέπω πως δεν γίνεται.
Μα πιο πολύ αυτό που δεν γίνεται είναι η δικαίωση για τη μάνα μου που πέθανε με τον καημό. Μια δικαίωση που δεν ήρθε ποτέ. Να ξαναδεί το παιδί της, να μάθει τί απέγινε.
Γι’ αυτό, όσοι ψάχνετε ανθρώπους που είτε “πέθαναν στη γέννα” ή τους πήραν, να ξέρετε πως η πιθανότητα να τους βρείτε είναι μεγάλη αλλά η πραγματικότητα μπορεί να είναι τελείως διαφορετική από αυτό που θα θέλατε ή φαντάζεστε.
Συνεχίστε να ψάχνετε αλλά να είστε ρεαλιστές.
Σοφία