Η Πόπη βίωσε μια συγκλονιστική στιγμή, όταν, κατά τύχη, εντόπισε τον πρώην σύζυγό της πέντε χρόνια μετά τον χωρισμό τους, να ζητιανεύει στα φανάρια. Τα μάτια της δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι είχε βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση. Όμως νομίζουμε πως είναι καλύτερο να διαβάσετε την πραγματικά συγκινητική εξομολόγηση της.
Πόπη: Η εξομολόγηση της
“Υπήρξα παντρεμένη για 15 χρόνια και με τον άντρα μου αποκτήσαμε 4 παιδιά. Από τα πρώτα χρόνια του γάμου μας γνώριζα ότι με απατούσε αλλά δεν είμαι από τις γυναίκες που τα παρατούν στην πρώτη δυσκολία. Όταν το ανακάλυψα είχαμε ήδη δύο παιδιά. Θέλησα να το παλέψω να μη διαλύσουμε το γάμο μας και την όμορφη οικογένεια που είχαμε φτιάξει.
Πέρα από την απιστία του ήταν ένας εξαιρετικός πατέρας και ένας αρκετά καλός σύζυγος και βλακωδώς πίστευα ότι το μόνο κουσούρι που έπρεπε να διορθώσω ήταν η αθεράπευτη ανάγκη του να ψάχνει την επιβεβαίωση στην αγκαλιά άλλων γυναικών. Με τον καιρό ήρθε το τρίτο παιδί και ένα ακόμη τέταρτο.
Με τα χρόνια και βλέποντας ότι ο κόμπος κάπου φτάνει στο χτένι αποφάσισα να του ζητήσω διαζύγιο. Του στάθηκα όσο μπορούσα, τον φρόντισα, τον βοήθησα, τον στήριξα αλλά το κέρατο πήγαινε σύννεφο.
Δεν ήθελε να χωρίσουμε, εγώ επέμενα και τελικά το έκανα. Στα δικαστήρια δεν φτάσαμε, δεν χρειαζόταν εξάλλου. Ήρεμα και πολιτισμένα κανονίσαμε μόνοι μας τα της διατροφής και της επικοινωνίας του με τα παιδιά και πήρε ο καθένας το δρόμο του.”
Είχε χάσει τα ίχνη του
“Δύο χρόνια μετά έχασα τα ίχνη του. Όσο και αν τον έψαχνα, όπου κι αν ρωτούσα δεν ήξερε κανείς τίποτα. Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Ρωτούσα παντού, τους γονείς του, τους φίλους του, στη δουλειά του, στο καινούργιο σπίτι που είχε νοικιάσει, δεν ήταν πουθενά. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Τι είχε συμβεί κάτι; Μέχρι και στα νοσοκομεία έψαξα και στα νεκροτομεία. Μόνο αν είχε πεθάνει θα άφηνε τα παιδιά του αλλά όλα έδειχναν ότι ζούσε ακόμα αλλά για τους δικούς του λόγους επέλεξε να χαθεί από προσώπου γης. Κρυβόταν για κάποιο λόγο; Ντρεπόταν για κάτι; Στα παιδιά; Τι να πω στα παιδιά που τον ζητούσαν; Ποια η απάντησή μου στην ερώτηση που είναι ο πατέρας τους και γιατί τα ξέχασε;
Ξόδεψα 5 χρόνια από τη ζωή μου ψάχνοντας τον παντού μέχρι που τελικά τον βρήκα εντελώς τυχαία χάρη στην παρατηρητικότητά μου. Ένα μεσημέρι γυρνώντας από τη δουλειά είδα έναν άντρα να ζητιανεύει στα φανάρια. Τώρα θα με ρωτήσετε, παρατηρείς κάθε άνθρωπο που ζητιανεύει σε κάθε φανάρι, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πεζοδρόμιο; Όχι, δεν παρατηρώ όσο και αν με λυπεί το φαινόμενο αυτό να βλέπω ανθρώπους να ζητιανεύουν αλλά τον συγκεκριμένο τον παρατήρησα για δύο διαφορετικούς λόγους: Πρώτον γιατί κάτι μου θύμιζε όπως τον είδα να περπάτα και δεύτερον γιατί είχα πολύ καιρό να δω άνθρωπο να ζητιανεύει στα φανάρια και πιο πολύ στο συγκεκριμένο φανάρι.”
Τελικά είχε φτάσει να γίνει επαίτης:
“Ο άντρας αυτός ήταν ο πρώην άντρας μου. Εκεί είχε καταντήσει. Να ζητιανεύει στα φανάρια. Τον πλησίασα και του μίλησα και εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να σκύψει το κεφάλι και να ψελλίσει ένα συγγνώμη.
Θύμωσα, έβαλα τις φωνές, τον ρώτησα γιατί να καταντήσει έτσι και γιατί, αν του συνέβαινε κάτι δεν ήρθε να βρει εμένα ή τους γονείς του, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να παραμείνει σκυφτός και σιωπηλός.
Πραγματικά τον λυπήθηκα. Ντρεπόταν, ήταν φανερό. Μου ράγισε την καρδιά αυτή η εικόνα. 15 χρόνια περάσαμε μαζί, ό, τι κι αν συνέβη δεν ήθελα να τον δω σε αυτή την κατάσταση. Αν τύχαινε να περάσει κάποιο από τα παιδιά μας από εκεί; Τι θα γινόταν; Θα έβλεπαν τον πατέρα τους ρακένδυτο να ζητιανεύει λίγα ευρώ από τους οδηγούς και τους περαστικούς στα φανάρια;
Πραγματικά λυπήθηκα, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε μυαλό και ίσως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που κατάντησε έτσι. Από μεριάς μου τι μπορώ να κάνω; Του έδωσα το καινούριο μου τηλέφωνο, τη διεύθυνσή μας την ήξερε και του είπα ότι τον περιμένω όποτε θελήσει να έρθει να δούμε τι θα κάνουμε. Δεν ξέρω τίποτα απ’ ότι συνέβη αυτά τα πέντε χρόνια. Ξαναπέρασα από το σημείο και προσπάθησα να τον προσεγγίσω, αλλά δεν με αφήνει. Δεν το έχω πει σε κανέναν, ούτε στους γονείς του και φυσικά ούτε στα παιδιά…”