Στο Μάτι γράφτηκε την Δεύτερα (23.07.2018) μία από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία της Ελλάδας. Τουλάχιστον 74 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μετά από την φονική φωτιά.
Καμμένοι συμπολίτες μας, ανάμεσα τους και παιδιά, ήταν παντού ενώ άλλοι έτρεχαν να γλιτώσουν από την φονική πυρκαγιά… με τις αναμνήσεις της τραγωδίας να τους στοιχειώνουν για πάντα.
Μία γυναίκα ονόματι Χριστίνα περιέγραψε στη φίλη της τα δραματικά λεπτά που έτρεχε έχοντας αγκαλιά την κόρη της για να σωθεί… Τα λόγια της προκαλούν ανατριχίλα.
«Είχε καπνό πολύ και δε μπορούσες να καταλάβεις πως η φωτιά ήταν τόσο κοντά, ο καπνός έμπαινε στο σπίτι και φύγαμε όχι γιατί πιστεύαμε θα μας φτάσει η φωτιά, αλλά γιατί έβηχε το μωρό. Είπαμε θα πάμε προς την παραλία . Μέσα σε δέκα λεπτά, ώσπου να τη ντύσω και να βάλω δυο φρούτα στην τσάντα της , κόπηκε το ρεύμα. Βγήκαμε στο δρόμο , στα σπίτια οι γείτονες έριχναν νερά με τα λάστιχα, άλλοι έτρεχαν , η Ντίνα από απέναντι έψαχνε το γιο της. Έμπαιναν στα αυτοκίνητα και έβγαιναν πάλι γιατί οι δρόμοι ήταν κλειστοί και κατεβαίναμε όλοι προς την παραλία.
Πενήντα μέτρα παρακάτω μας έφτασε η φωτιά. Ουρλιαχτά , κουκουνάρια με φλόγες, να φωνάζει κόσμος το όνομα του παιδιού της Ντίνας, πηγαίναμε όπου πήγαιναν οι άλλοι, η μικρή έκλαιγε την κρατούσα αγκαλιά και της έλεγα «θα σωθούμε, θα σωθούμε». Μπροστά μας καμμένα, δίπλα φλόγες, η μάνα μου προχωρούσε μπροστά μου, σαν να θελε να μου ανοίξει το δρόμο.
Είδε κάτι σαν κορμό, ήταν άνθρωπος. Καμμένος άνθρωπος. Ένα κάρβουνο σε ανθρώπινο σχήμα, τον κάναμε στο πλάι για να μη περάσουμε από πάνω του. Φτάσαμε στην παραλία, νομίζαμε θα μείνουμε εκεί, καιγόταν η άμμος, χωρίς υπερβολή. Από μια ταβέρνα που δεν είχε ακόμη καεί μπήκαμε στη θάλασσα. Περπατώντας στα νερά περάσαμε μέχρι το ξενοδοχείο που ήρθαν και μας πήραν οι βάρκες, δεν ξέρω πόσοι… Πεντακόσιοι; Μπορεί παραπάνω. Δεν άκουγα άλλο τις φωνές. Έλεγα μόνο στη μικρή, «θα σωθούμε, θα σωθούμε».
Μας περισυνέλεξαν οι βάρκες. Πρώτα τραυματίες και παιδιά είπαν. Φτάσαμε βουβοί στη Ραφήνα, δεν άλλαξα κουβέντα με άνθρωπο, δε μιλούσαν οι άνθρωποι. Μόλις βγήκαμε μου πήραν το παιδί το τύλιξαν με κουβέρτα και μας είπαν θα πάμε στο νοσοκομείο, προληπτικά. Άγνωστοι μου έδειχναν φωτογραφίες στα κινητά, αν είχα δει κάποιον.
Νόμιζα τους έχω δει όλους ή κανέναν, δεν απαντούσα, τι να έλεγα. Δεν έχω πια σπίτι, δεν έχω αυτοκίνητο, έχω μόνο τα ρούχα μου και το κινητό που κρατούσα με το στόμα στο νερό για να επικοινωνήσω. Αλλά δε με νοιάζει.
Έχω την κόρη μου και τη μάνα μου. Ζω. Δε μπόρεσαν όλοι. Δεν αντέχεται Δεν περνάει. Δεν ξεχνιέται.»
-Τί μου είπε η φίλη μου η Χριστίνα-
“Είχε καπνό πολύ και δε μπορούσες να καταλάβεις πως η φωτιά ήταν τόσο κοντά, ο καπνός έμπαινε στο σπίτι και φύγαμε όχι γιατί πιστεύαμε θα μας φτάσει η φωτιά, αλλά γιατί έβηχε το μωρό. Είπαμε θα πάμε προς την παραλία . Μεσα σε δεκα λεπτά, ώσπου να τη ντύσω και να βάλω δυο φρούτα στην τσάντα της , κόπηκε το ρεύμα. Βγήκαμε στο δρόμο , στα σπίτια οι γείτονες έριχναν νερά με τα λαστιχα, άλλοι ετρεχαν , η Ντίνα απο απέναντι έψαχνε το γιο της. Έμπαιναν στα αυτοκινητα και έβγαιναν πάλι γιατί οι δρόμοι ηταν κλειστοί και κατεβαίναμε ολοι προς την παραλία. Πενηντα μέτρα παρακάτω μας έφτασε η φωτιά. Ουρλιαχτά , κουκουνάρια με φλόγες, να φωνάζει κόσμος το όνομα του παιδιού της Ντίνας, πηγαίναμε οπου πήγαιναν οι άλλοι, η μικρή εκλαιγε την κρατούσα αγκαλιά και της έλεγα θα σωθούμε , θα σωθουμε. Μπροστά μας καμμένα, δίπλα φλόγες, η μάνα μου προχωρούσε μπροστά μου, σαν να θελε να μου ανοίξει το δρόμο. Ειδε κατι σαν κορμό, ήταν ανθρωπος. Καμμενος άνθρωπος. Ενα καρβουνο σε ανθρωπινο σχημα, τον κάναμε στο πλάι για να μη περάσουμε από πάνω του. Φτάσαμε στην παραλία, νομίζαμε θα μείνουμε εκεί, καιγοταν η άμμος, χωρις υπερβολή. Απο μια ταβέρνα που δεν είχε ακομη καει μπήκαμε στη θαλασσα. Περπατώντας στα νερά περασαμε μέχρι το ξενοδοχείο που ηρθαν και μας πηραν οι βάρκες, δεν ξέρω ποσοι… Πεντακόσσιοι; Μπορεί παραπάνω . Δεν άκουγα άλλο τις φωνές. Ελεγα μονο στη μικρή, θα σωθουμε, θα σωθούμε. Μας συνέλλεξαν οι βάρκες. Πρωτα τραυματίες και παιδιά ειπαν. Φτασαμε βουβοί στη Ραφήνα, δεν άλλαξα κουβέντα με άνθρωπο, δε μιλούσαν οι άνθρωποι.
Μολις βγήκαμε μου πήραν το παιδί το τύλιξαν με κουβερτα και μας είπαν θα πάμε στο νοσοκομείο, προληπτικά. Άγνωστοι μου έδειχναν φωτογραφίες στα κινητά, αν είχα δει καποιον. Νόμιζα τους εχω δει όλους η κανεναν, δεν απαντούσα, τι να έλεγα.
Δεν έχω πια σπίτι, δεν εχω αυτοκίνητο, έχω μόνο τα ρούχα μου και το κινητό που κρατούσα με το στόμα στο νερό για να επικοινωνήσω . Αλλα δε με νοιάζει.
Εχω την κόρη μου και τη μάνα μου. Ζω.
Δε μπόρεσαν όλοι. Δεν αντέχεται
Δεν περνάει. Δεν ξεχνιέται.”