Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική. Ή μήπως όχι;
Η ταμπέλα, παλιομοδίτικη, σε οδηγεί σε γλυκά μονοπάτια: γράφει «ΙΑΤΡΕΙΟΝ» κι εσύ σκέφτεσαι μια αμυγδάλου ΙΟΝ που έφαγες πριν έρθεις εδώ. Λες το όνομά σου στη γραμματεία κι αυτή σου κάνει νόημα να περάσεις αυτομάτως μέσα, στο εξεταστήριο.
«Αυτό που με νοιάζει είναι ο εσωτερικός σου κόσμος», σ’ ενημερώνει ο γιατρός κι εσύ χαίρεσαι, καθώς από εμφάνιση δεν σκίζεις ακριβώς (παραδόξως, οι σοκολάτες δεν έχουν αντικαταστήσει το σούσι στον τομέα «Το φαγητό των μοντέλων»).
Λίγο αργότερα, όμως, καταλαβαίνεις πως αυτό είναι ένα- σχεδόν διεστραμμένο- αστείο του γιατρού. ο μπαγάσας θέλει απλώς να εξετάσει τα όργανά σου. Ενόσω ξεντύνεσαι μουρμουρίζεις κάτι περί ενός μπουζουκιού που έχεις στο σπίτι (σαφής η επιρροή του Μάρκου Σεφερλή) κι εν συνεχεία τον αφήνεις να κάνει τη δουλειά του.
Από την έκφρασή του την ώρα που βλέπει το μόνιτορ του υπέρηχου καταλαβαίνεις πως μάλλον δε θα είσαι το μεγάλο φαβορί για το χρυσό μετάλλιο στο διαγωνισμό «Ο πιο υγιής άνθρωπος του πλανήτη γη».
Σε καθησυχάζει- έχεις απλά ένα εξόγκωμα που πρέπει να βγει καλύτερα τώρα, παρά μετά. Για την ακρίβεια, τι θα έλεγες αν το προσεχές Σάββατο έμπαινες στην κλινική που δουλεύει και στο αφαιρούσε, προσθέτοντας χρόνια ζωής στην καριέρα σου ως έμβιο ον;
Τρομοκρατημένος, συμφωνείς. Σου τονίζει πως δεν είναι κάτι σοβαρό, αποτελεί τυπική διαδικασία. Είναι, εξηγεί, πιο απλό κι απ’ το να βγάζεις κρεατάκια. Σε πείθει κι έτσι τον ρωτάς πόσο θα κοστίσει η όλη υπόθεση.
«Κοίτα, η επέμβαση θα στοιχίσει τόσα ευρώ και, φυσικά, θα δώσεις κι ένα φακελάκι σε μένα», σε πληροφορεί απαθέστατα, λες και τον ρώτησες «Τι ώρα είναι;» και σου απάντησε «Ώρα για χειρουργείο!».
Κάθεσαι και το σκέφτεσαι για λίγο. Δεδομένου πως ζούμε σε μια χειμαζόμενη οικονομικά χώρα που το επίπεδο ανεργίας θυμίζει ποσοστό του Στεφ Κάρι στις βολές, θα περίμενες πως εν έτει 2018 το «φακελάκι» (το υποκοριστικό προφανώς και είναι φόρος τιμής στον σύντροφο Άκη Τσοχατζόπουλο) θα έχει εξαφανιστεί ή θα πνέει, τουλάχιστον, τα λοίσθια. Στο κάτω- κάτω και οι γιατροί στον ίδιο τόπο ζούνε, σωστά;
Προφανέστατα λάθος: τρεις μέρες αργότερα περνάς την πόρτα της κλινικής, την οποία- ποιητική αδεία που στερείται αιδούς- θα ονομάσουμε «ΙΑΘΩ», για να παραπέμπει στην πολυπόθητη ίαση.
Σ’ ετοιμάζουν για το χειρουργείο κι εσύ αρχίζεις να σκέφτεσαι (όπως κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του εκείνη την στιγμή) επιτύμβιες στήλες με τ’ όνομά σου επάνω κι ένα «ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ» πιο «εκκωφαντικό» κι από αυτό της Στικούδη.
Στη συνέχεια, η όμορφη αναισθησιολόγος αποδεικνύεται αναίσθητη και σε ναρκώνει μέχρι να πεις «Τι βυζ… ματάρες είναι αυτές, κορίτσι μου!». Το επόμενο πράγμα που θυμάσαι είναι να ξυπνάς στην ανάνηψη και να αισθάνεσαι σα να παλεύεις να κολυμπήσεις στο μέλι- όλα τα κάνεις αργά, πολύ αργά.
«Πώς αισθάνεσαι;», σε ρωτάει η μητέρα σου στο δωμάτιο.
«Λιγάκι κομμένος», απαντάς και της δείχνεις την τομή σου.
Μετά, σε πλησιάζει και σου ψιθυρίζει στο αυτί «Όλα καλά με το φακελάκι, ο γιατρός βγήκε έξω και με μια πολύ διακριτική κίνηση μου είπε να το ρίξω στην τσέπη του».
Παρά τη ζάλη σου, αρχίζεις να αισθάνεσαι εκείνη την ενόχληση που σου προξενεί ο όρος «φακελάκι». Σκέφτεσαι «Γιατί ρε γαμώτο να πρέπει να δίνουμε φακελάκι; Και πώς μπορεί κανείς να λέει ξεδιάντροπα “Θέλω τόσα για να σ’ εγχειρήσω, αλλιώς…”, την στιγμή που είναι η δουλειά του να χειρουργεί και θα πληρωθεί ούτως ή άλλως γι’ αυτό;
Είναι σα να λέει ο φιλόλογος στους μαθητές του «Θα σας πω τους αρχικούς χρόνους του “λύω” μέχρι τον αόριστο, αλλά αν θέλετε να μάθετε και παρακείμενο- υπερσυντέλικο θα σας στοιχίζει από 20 ευρώ τον καθένα- δέχομαι κι επιταγές».
Κάνεις, ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, έρευνα αγοράς. Ο διπλανός σου σ’ ενημερώνει πως ο δικός του γιατρός του ζήτησε 2.500 εξτρά για μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Ο απέναντι, που έκανε κάτι παρεμφερές με σένα, έδωσε συν 2 χιλιάρικα- και, μην ξεχνάμε, μιλάμε για επεμβάσεις ρουτίνας.
Δηλαδή αν κάνει κάποιος εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς τι θα του ζητήσει ο γιατρός; Το νεφρό του; Και καλά ανταλλακτική οικονομία, ένα όργανο λαμβάνεις, ένα χάνεις για να πουληθεί στη μαύρη αγορά;
Κι άντε, πες εσύ από μια συγκυρία συμπτωματικών συμπτώσεων που λέει και μια- δυστυχώς ακροδεξιά, πλέον- ψυχή, κατάφερες να βρεις τα λεφτά που απαιτούντο για να καλύψεις το συνολικό κόστος μαζί με το φακελάκι (να ’ναι καλά το Μπουσάν Τρανσπορτάσον- Γκιμχάε Σίτι που ήρθε ισοπαλία).
Τι συμβαίνει στον x κακομοίρη που δεν μπορεί- απολύτως λογικά, μιας και δεν ζούμε στο Μονακό- να βρει τα χρήματα και στο δημόσιο νοσοκομείο του δίνουν ημερομηνία εισαγωγής δυο μέρες μετά τη Δευτέρα Παρουσία (Τετάρτη μεσημέρι, δηλαδή); Καταλήγει στη λήθη μ’ ένα κούφιο συναισθημάτων RIP να τον συνοδεύει;
Ναι, εντάξει, ξέρουμε: καλώς ήλθαμε στην Ελλάδα. Αυτά πάντα γίνονταν και δυστυχώς, επειδή όταν εμείς διδάσκαμε πολιτισμό οι άλλοι έψαχναν τρόπο να φάνε τα βελανίδια τους, θα συνεχίσει να γίνεται.
Ορισμένοι γιατροί (όχι όλοι, φυσικά- με το «τσουβάλιασμα» οι σχέσεις μας είναι πιο ψυχρές κι από αυτές των ΗΠΑ- ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1960) θα εξακολουθήσουν να εκμεταλλεύονται τον συμφυή φόβο του συνανθρώπου τους μπροστά στο θάνατο και θα του ζητάνε, ανερυθρίαστα τις περισσότερες φορές, χάρτινα φακελάκια μ’ επικάλυψη ατόφιου χρυσαφιού.
Πάντα εκεί που «τους παίρνει»- ρωτήστε, για παράδειγμα, αν τολμούν να το κάνουν αυτό σ’ έναν πρόεδρο εφετών που τυγχάνει να είναι ασθενής τους.
Πάντα αφήνοντάς σε να χορεύεις ολόμαυρο βαλς με την αγωνία πως αν δε δώσεις φακελάκι, τα πράγματα μπορεί και να μην εξελιχθούν και τόσο καλά.
Πάντα κρεμώντας το βράδυ μαζί με την ιατρική τους ποδιά στον καλόγηρο κι ένα μέρος της (όποιας) ανθρωπιάς τους.
Γι’ αυτό, γιατρέ, σ’ ευχαριστούμε που μας εγχείρησες και δεν ξέχασες κάνα νυστέρι μέσα μας- θα δημιουργείτο τεράστιο πρόβλημα (σκεφτείτε, για παράδειγμα, να περνάτε μετά από ανιχνευτή μετάλλων στο αεροδρόμιο αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο).