Αν κάτι χαρακτηρίζει τους καιρούς μας είναι η παρρησία, το υπερβολικό θάρρος, το οποίο ενίοτε γίνεται θράσος. Δεν υπάρχουν αυθεντίες στους καιρούς μας, αλλά όλοι, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, θεωρούμε ότι έχουμε όχι μόνο δικαίωμα να έχουμε άποψη, κάτι αυτονόητα θεμιτό, αλλά και να επιβάλουμε την άποψή μας παντού.
Έχουμε αυτοαναγορευθεί ως οι εκφραστές της αλήθειας, την οποία ταυτίζουμε με τις επιθυμίες μας. Έτσι, απαιτούμε από όλους να συμμορφωθούνε με τον τρόπο μας, χωρίς κάποτε ούτε να τηρούμε τα προσχήματα. Ο πολιτισμός μας θεωρεί την παρρησία αυτή σημάδι ελευθερίας. Νεανικότητας. Δημοκρατικού ελέγχου. Είναι όμως στα σημεία εκείνα που μαρτυρούν τη διάβρωση της τάξης, της ιεραρχίας στις ανθρώπινες σχέσεις, σημάδι μίας αναρχίας η οποία δεν προϋποθέτει την γνώση, τον σεβασμό των θέσεων των άλλων, αλλά αποτυπώνει το θέλημά μας. Διότι συχνά η παρρησία δεν δικαιολογείται ούτε με επιχειρήματα, ούτε αντέχει σε κριτική. Όμως αφηνόμαστε να πιστεύουμε ότι δικαιούμαστε να την έχουμε και να εκφραζόμαστε δι’ αυτής. Το βλέπουμε στις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς, με τους δασκάλους, στην συμπεριφορά στον δημόσιο λόγο και χώρο. Γιατί η παρρησία διδάσκεται, κυρίως από όσους βρίσκονται στο αυτό επίπεδο. Όταν οι σύζυγοι συμπεριφέρονται με απαίτηση και θράσος ο ένας στον άλλον, όταν οι πολιτικοί δεν σέβονται τους κανόνες της ευγένειας, όταν στην τηλεόραση, στα ΜΜΕ, στο Διαδίκτυο καθένας αυτο- αναγορεύεται σε αυθεντία και μπορεί όχι να κρίνει, αλλά να καθυβρίζει και να εξευτελίζει τους άλλους, τότε η παρρησία κυριαρχεί και τα αποτελέσματα είναι η σύγχυση και το χάος.
Και στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό υπάρχει παρρησία από την πλευρά μας. Απαιτούμε, ενίοτε με τρόπο που μαρτυρεί αδυναμία μας να κατανοήσουμε ποιο είναι το δικό μας μέγεθος σε σχέση με τον Θεό, από Εκείνον να μας δώσει ό,τι επιθυμούμε, να αποδείξει την ύπαρξή Του, να μας δώσει να καταλάβουμε γιατί επιτρέπει να μας συμβούν γεγονότα που δεν θέλουμε, είμαστε εύκολοι στο να κρίνουμε τον Θεό, σαν να είμαστε ίσος προς ίσον. Πηγή της παρρησίας μας το αταπείνωτο φρόνημα. Η μεταφορά στην σχέση με τον Θεό του κοσμικού τρόπου. Όπως δικαιούμαστε να κρίνουμε κάθε κοσμική αυθεντία, διότι δεν είναι καλύτερη από εμάς, έτσι δικαιούμαστε να κρίνουμε και τον Θεό και ακόμη περισσότερο. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μέσα μας στερεότυπα, τα οποία δεν πηγάζουν από την πίστη, δηλαδή την εμπιστοσύνη στο Πρόσωπο του Θεού και στην σχέση μας μαζί Του, αλλά από την αποσπασματική γνώση, από κάποιες πληροφορίες που έχουμε ακούσει, που έχουμε αποδεχτεί και που συνήθως θεωρούμε ότι αποτελούν την πεμπτουσία της αλήθειας. Έτσι επειδή θεωρούμε ότι αγάπη είναι να κάνει ο άλλος αυτό που θέλουμε, δικαιοσύνη είναι να αναγνωρίζει σε μας το δίκιο μας και ότι ευτυχία είναι το να περάσουμε καλά στον παρόντα κόσμο και χρόνο, κρίνουμε, απορρίπτουμε, κάποτε βλασφημούμε τον Θεό.
Μοιάζουμε έτσι με το πλήθος εκείνων που Τον σταύρωσαν. Από την μία ήταν επαινούντες. Αυτοί που απολάμβαναν την διδασκαλία Του, έζησαν τα θαύματά Του, ελπίζανε ότι επρόκειτο να λυτρώσει τον Ισραήλ από την δουλεία και να τον αποκαταστήσει στην δόξα της ελευθερίας και της περιουσιότητας. Από την άλλη ήταν οι σταυρούντες. Οι αρνητές. Αυτοί οι οποίοι μόλις διαπίστωσαν ότι ο Χριστός ήταν ηθελημένα αδύναμος, όντας παραδομένος, μάλλον «εαυτόν παραδούς υπέρ της του κόσμου ζωής» (θεία λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου), αισθάνθηκαν ότι είχαν κάθε δικαίωμα να Τον αποδοκιμάσουν, να Τον υβρίσουν, να Το σταυρώσουν. Να αποδείξουν με φθόνο ότι δεν ήταν διαφορετικός από αυτούς. Ότι ήταν ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, υποκείμενος στον νόμο του θανάτου, υποταγμένος στην εξουσία η οποία γνωρίζει να φέρνει όλους στα μέτρα της και να τους επιβάλλεται. Αγνόησαν όμως ότι ήταν αρχιερέας που συμμερίστηκε όλες τις αδυναμίες μας, τα αδιάβλητα πάθη μας, τα συναισθήματά μας, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ότι γεύτηκε τις συνέπειες της δικής μας παρρησίας, που μετετράπη σε θράσος και αναίδεια, με υπομονή και συγχωρητικότητα, υπακούοντας στο θέλημα του Πατρός που ήταν και θέλημα δικό Του και του Αγίου Πνεύματος, οι άνθρωποι μέσω Αυτού να μπορούν να αναγνωρίσουν ότι η δόξα δεν είναι το θράσος και η δύναμη του εγώ, αλλά ο Σταυρός.
Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μας προτρέπει: « προσερχώμεθα ουν μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος, ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν εις εύκαιρον βοήθειαν» (Εβρ. 4, 16). « Ας πλησιάσουμε με θάρρος τον θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει την χάρη Του, τη ώρα που την χρειαζόμαστε». Παρρησία μας ζητά ο Παύλος να έχουμε. Όχι θράσος, αλλά την παρρησία της ευγνωμοσύνης για την αγάπη που ο Χριστός μάς έδειξε. Με ταπείνωση να προσεγγίσουμε όπως τα παιδιά τον πατέρα τους, και να μην απαιτήσουμε, αλλά να αποδεχτούμε υπομονετικά την ευσπλαχνία και την χάρη που Εκείνος μας δίνει όταν τη χρειαζόμαστε πραγματικά, όταν δηλαδή ο καιρός είναι κατάλληλος για μας. Κι αυτό το γνωρίζει Εκείνος, διότι μόνο Αυτός ξέρει το μέλλον και μπορεί να δει τι αληθινά είναι συμφέρον για μας. Η παρρησία μας έγκειται στο γεγονός ότι ενώ είμαστε μικροί, μπορούμε όχι απλώς να δούμε τον Παντοδύναμο, αλλά και να περιμένουμε στον θρόνο της δόξης του, στην ζωή της Εκκλησίας το βλέμμα των οικτιρμών, το νεύμα της αποδοχής, την γενναιοδωρία της αγάπης, ακόμη κι αν αυτή περνά κάποτε από την σκληρότητα της δοκιμασίας.
Παρρησία έχει αυτός που εμπιστεύεται. Αυτός που κατανοεί ότι στην ζωή μας τα πάντα περνούν από τον Σταυρό να πιστεύουμε στον Θεό και να μας απορρίπτουν γιατί δεν είμαστε εκφραστές ενός Θεού που εκπληρώνει κάθε επιθυμία. Τον Σταυρό να αναζητούμε το θέλημα του Θεού, όχι με την βεβαιότητα ότι γνωρίζουμε τα πάντα και έχουμε απαντήσεις, αλλά με την άνοδο στον Γολγοθά της χαρμολύπης, στο ότι Εκείνος είναι η ελπίδα, αλλά αυτή κάποτε έχει θλίψεις, διότι μέσα από αυτές μαθαίνουμε και αναγεννιόμαστε. Έχει θάνατο των παθών και των αμαρτωλών επιθυμιών, αλλά και ανάσταση και ζωή μέσα από την αγάπη για Θεό αι πλησίον. Έχει τον Σταυρό της ζωής της Εκκλησίας, που έχει τον κόπο της, κάποτε και την μοναξιά.
Στην μέση της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Εκκλησία βάζει ενώπιόν μας τον Τίμιο Σταυρό. Μας καλεί με παρρησία να τον προσκυνήσουμε, για να θυμηθούμε την αυθεντική σχέση με τον Χριστό. Τη σχέση της υιότητας και της αδελφοσύνης, της αγάπης που ζητά διάκριση, σεβασμό, υπομονή. Κυρίως όμως εμπιστοσύνη. Διότι το μυστήριο της σωτηρίας έρχεται από το μέλλον. Και αυτό μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Ας έχουμε επίγνωση ποιοι είμαστε και ας αφήσουμε κατά μέρος την παρρησία του θράσους, υιοθετώντας την παρρησία του παιδιού, που ακόμη κι αν ζει τον σταυρό του ΟΧΙ στα θελήματά του, δε παύει να αγαπά και να εμπιστεύεται τους γονείς του, διότι δεν ξέρουν απλώς, αλλά το αγαπούν!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός