Το ακριβό VIP πελατολόγιό της – Τα πρώτα χρόνια στα στριπτιτζάδικα του Αγρινίου και η «μεταγραφή» στα μαγαζιά της Συγγρού – Η μάχη με την κοκαΐνη και η λύτρωση που βρήκε στη μητρότητα
Στις κρυφές ατζέντες πανίσχυρων επιχειρηματιών, μεγαλοδικηγόρων, ακόμη και εισαγγελέων είναι καταχωρισμένη με το λαμπερό καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Σάνι Γουάιλντ» – Η άγρια Σάνι. Κατά κόσμον Σάντρα Ντουλάι -αν και όσοι απολαμβάνουν τις υπηρεσίες της είναι αμφίβολο εάν γνωρίζουν ή ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν το πραγματικό της όνομα. Μια γοητευτική γυναίκα από την Ουγγαρία, στην οποίαν η μοίρα έδωσε την Ελλάδα σαν δεύτερη πατρίδα. Και σαν τόπο άσκησης του «αρχαιότερου επαγγέλματος», μια δουλειά ταμπού, η οποία, ακόμη και στην εποχή της χειραφέτησης και του #MeToo παραμένει μια γκρίζα ζώνη για τα κοινωνικά ήθη.
Η Σάντρα είναι, λοιπόν, μία από τις χιλιάδες κοπέλες οι οποίες, σε κάποια στιγμή της ζωής τους επέλεξαν το δρόμο της «απωλείας», προκειμένου να βιοποριστούν νοικιάζοντας το κορμί τους. Έναν δρόμο που, όπως ανακάλυψε και η Σάντρα, περιλαμβάνει σταθμούς σε καταγώγια και πορνεία, κρύβει θανάσιμους κινδύνους, ναρκωτικά, κακομεταχείριση και βία.
Βρίσκεται στην Ελλάδα τα τελευταία 12 χρόνια και το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει στην παρουσία της -εκτός της εντυπωσιακής εξωτερικής εμφάνισης- είναι τα ελληνικά της. Άψογα: «Στην Ελλάδα ήρθα το 2008 από την Ουγγαρία, έχοντας ολοκληρώσει πρώτα τις σπουδές μου στην πληροφορική. Έφυγα από το Μίσκολτς, μια πόλη στη βορειοανατολική Ουγγαρία, γνωστή για τη βαριά της βιομηχανία» λέει η Σάντρα στο ΘΕΜΑ, ενώ παράλληλα χαζεύει τις πολυτελείς βιτρίνες της Βουκουρεστίου. Πιθανώς αναζητά, με έναν υποσυνείδητο κυνισμό, το πανάκριβο δώρο που θα μπορούσε να ζητήσει από τον επόμενο ευκατάστατο πελάτη της.
Στο Μίσκολτς, θα πει, τα παιδικά της χρόνια μόνο εύκολα δεν ήταν. Η μητέρα της παντρεύτηκε και χώρισε. Τον πατέρα της η Σάντρα πρόλαβε να τον δει, δύο με τρεις φορές όλες κι όλες. Η μητέρα της, μετά το χωρισμό έκανε δύο δεσμούς, διαδοχικά. Όμως οι πατριοί της έφηβης τότε Σάντρας την είδαν σαν ένα μπόνους της σχέσης που είχαν με τη μητέρα της -και δεν δίστασαν να απλώσουν χέρι. «Ο δεύτερος πατριός μου με κακοποίησε σεξουαλικά, ενώ η μάνα μου δεν με στήριξε. Ίσως επειδή ένιωσε ζήλια, δεν ξέρω. Γι’ αυτό ίσως να διάλεξα αυτό το επάγγελμα. Πιστέψτε με, δεν υπάρχει γυναίκα που να έχει πίσω της μια ευτυχισμένη οικογένεια και να κάνει αυτή τη δουλειά» θα πει η Σάντρα.
Πρώτος σταθμός: Το στριπτιτζάδικο στο Αγρίνιο
Η Σάντρα άκουσε ότι η Ελλάδα είναι ένας «παράδεισος» για νέες, όμορφες κοπέλες από την ανατολική Ευρώπη από μια φίλη της. Εκείνη είχε ήδη εγκατασταθεί στη χώρα μας και εργαζόταν ως στριπτιζέζ στο Αγρίνιο. «Ήταν μια συνειδητή απόφαση» θυμάται η Σάντρα Ντουλάϊ. «Και θεωρώ τον εαυτό μου από τις τυχερές γυναίκες, διότι εκείνες τις εποχές σου έλεγαν, ‘έλα να δουλέψεις υποδοχή σε μπαρ’ και στο τέλος κατέληγες να πουλάς το κορμί σου χωρίς να το θέλεις» εξηγεί.
Στο πρώτο στριπτιτζάδικο, στο Αγρίνιο, το νυχτοκάματο της Σάντρας ήταν 40 ευρώ. Επιπλέον όμως έπαιρνε ποσοστά της κονσομασιόν, δηλαδή από τους κατ’ ιδίαν χορούς και τα ποτά που την κερνούσαν οι καλοί πελάτες. «Μέσα σε ένα βράδυ, μπορεί και να έβγαζα μέχρι και 200 ευρώ» λέει η Σάντρα.
Από το στριπτιζάδικο θα αποχωρήσει κακήν-κακώς έπειτα από διάστημα μόλις δύο μηνών. «Έκανα το λάθος να κοιμηθώ με τον μπάρμαν και όχι με το αφεντικό. Ο εγωισμός του ιδιοκτήτη δεν το άντεξε αυτό και έτσι, ένα βράδυ με έδιωξε».
Η Σάντρα αφήνει το Αγρίνιο και, χάρη στις γνωριμίες που είχε ήδη κάνει, πιάνει δουλειά σε γνωστό, μεγάλο στριπτιτζάδικο της λεωφόρου Συγγρού. Ο ιδιοκτήτης, της δίνει τα κλειδιά για ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη -μόνο που εκεί θα αναγκαστεί να συμβιώσει με 8 ακόμη Ουγγαρέζες κι άλλες 4 κοπέλες διαφορετικής εθνικότητας.
Ως call girl η Σάντρα άρχισε να εργάζεται το 2016, αφού πρώτα πήρε στα χέρια της το πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος εκδιδόμενων, με αμοιβή προσώπων. Μάλιστα, πριν αποφασίσει να ανεξαρτητοποιηθεί ώστε «να ανέβει επίπεδο», δουλεύοντας με πελάτες ανώτερου οικονομικού επιπέδου, αναγκάστηκε να περάσει και από οίκους ανοχής.
Η κοκαΐνη
Από τη μία τα άγρια ωράρια στο στριπτιζάδικο και από την άλλη οι καθημερινές βάρδιες που στα «στούντιο», την οδήγησαν στις ουσίες, προκειμένου να αντέχει την εξουθενωτική δουλειά και να συνεχίσει να αποδίδει στο επίπεδο που απαιτούσε η πελατεία.
Η Σάντρα εξομολογείται ότι «η κοκαΐνη ήταν η μόνη λύση για να αντέξω. Αυτή η κατάσταση κράτησε για περίπου τρία χρόνια. Τα μισά λεφτά έφευγαν στη κόκα. Δεν είχα γίνει πρεζάκι, ήξερα τι χρειαζόμουν και πότε έπρεπε να το πάρω. Γύρω μου οι άνθρωποι δεν με άφηναν να κάνω αυτό που ήθελα, δηλαδή να ξεφύγω. Ήμουν εγκλωβισμένη. Ασφυκτιούσα».
Εκείνη την εποχή συλλαμβάνεται τρεις φορές από την αστυνομία. Οι ιδιοκτήτες των στούντιο στα οποία δούλευε ως «εργάτρια του σεξ» δεν την ενημέρωναν ότι οι επιχειρήσεις τους ήταν σφραγισμένες από τις Αρχές. Κάποια στιγμή η Σάντρα καταφέρνει να απομακρυνθεί από οίκους ανοχής και στριπτιτζάδικα. Τότε ήταν που είδε την ζωή της να αλλάζει: Οι σταθεροί πελάτες της, την ακολούθησαν και μέσω αυτών γνώρισε κι άλλους, κάποιοι εκ των οποίων θεωρούνταν τότε πανίσχυροι, σε διάφορους τομείς. Η Σάντρα τους είχε γνωρίσει στα VIP τραπέζια των στριπτιζάδικων, σε ιδιωτικούς χώρους των εν λόγω μαγαζιών, στους οποίους εισέρχεσαι από την πίσω πόρτα, εντελώς κρυφά και εμπιστευτικά.
«Τότε μπορούσα να βγάλω έως και 1.000 ευρώ σε μια βραδιά -και μάλιστα πολύ εύκολα. Όμως οι μαγαζάτορες, μου έκοβαν συνεχώς λεφτά από τα ποσοστά. Εκμεταλλεύονταν μια άκρη που είχαν βρει, για να φέρνουν κοπέλες από την Ουκρανία χωρίς χαρτιά» λέει η Σάντρα.
Και κάπως έτσι βρέθηκε από τα κρεβάτια των οίκων ανοχής στα υπέρδιπλα ανατομικά στρώματα των executive suites μεγάλων ξενοδοχείων της Αθήνας.
Η Σάντρα πλέον δούλευε μόνη της, χωρίς να αποδίδει ποσοστά ή λογαριασμό σε κανέναν. Για λόγους ασφάλειας, πριν πάει σε ραντεβού, φρόντιζε να ενημερώνει κάποιο φιλικό της πρόσωπο, ώστε να την καλέσει στο τηλέφωνο αν δει ότι καθυστερεί να φύγει από το σπίτι του πελάτη ή το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Άλλωστε οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι αυτού του επαγγέλματος είναι πάντα πολύ μεγάλοι.
Παράδειγμα -και όχι από τα πιο τρομακτικά: «Μια φορά με κάλεσε ένας πελάτης και μου ζήτησε να μην συναντηθούμε σε ξενοδοχείο αλλά να κάνουμε έρωτα μέσα στο αυτοκίνητο του» θυμάται η Σάντρα. «Τη στιγμή λοιπόν που είχα ήδη βγάλει τα περισσότερα ρούχα μου και έκανε κίνηση να βγω από το αμάξι για να καθίσω στο πίσω μέρος, αυτός πάτησε γκάζι και εξαφανίστηκε, μαζί με το παλτό μου, την τσάντα μου, τα κινητά μου τηλέφωνα και ό,τι άλλο είχα μαζί μου».
Η εγκυμοσύνη
Κι ενώ η ζωή της Σάντρας κινούνταν σε αχαρτογράφητους δρόμους και με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με την ίδια να προσπαθεί να απαλλαχτεί από τον εφιάλτη της κοκαΐνης ενώ ταυτόχρονα πουλάει το κορμί της για να επιβιώσει, συμβαίνει το απροσδόκητο. Μένει έγκυος. Πατέρας του παιδιού είναι ένας πρώην εργοδότης της σε στριπτιζάδικο. Τον αρραβωνιάζεται, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να μοιραστεί μαζί του το υπόλοιπο της ζωής της και να δημιουργήσουν μαζί μια ευτυχισμένη οικογένεια, κάτι που επιθυμούσε και συνεχίζει να επιθυμεί διακαώς.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε. «Εκείνος, στην ουσία δεν με στήριξε ποτέ» θα πει η Σάντρα. «Αναγκάστηκα να γεννήσω πρόωρα έπειτα από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισα. Δυσκολεύτηκα πολύ, ένιωθα ότι το αντιμετώπιζα όλο αυτό μόνη μου. Και έτσι ήταν, δυστυχώς. Όταν του είπα ότι είμαι έγκυος, προσπαθούσε να με πείσει να ρίξω το μωρό. Όμως αποφάσισα να παλέψω, να το κρατήσω και έτσι κάποια στιγμή εκείνος με εγκατέλειψε. Ευτυχώς, με στήριξε η πεθερά μου, με την οποία μάλιστα μένουμε στο ίδιο σπίτι και με βοηθά αρκετά με την κόρη μου».
Σήμερα η Σάντρα Ντουλάι δεν μετρά τις σιωπές της, ούτε καταφεύγει σε υπεκφυγές και μισόλογα. Δεν θέλει να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι από την πραγματικότητα της ζωής της. Άλλωστε, της αρέσει αυτό που κάνει. Δεν είναι στη φύση της η τεχνική της απόκρυψης, ούτε της ωραιοποίησης. Το έχει βάλει σκοπό να γίνει πρότυπο μητέρας για την κόρη της. Έστω και εάν είναι τεράστια η αντίφαση ανάμεσα στη μητρότητα και στην πορνεία. Η Σάντρα είναι πεπεισμένη ότι η απόλυτη, άνευ όρων αγάπη για το παιδί της, μπορεί να γεφυρώσει την άβυσσο ανάμεσα στην οικογένεια που η ίδια ονειρεύεται και στο «ελευθέριο» επάγγελμα που έχει αναγκαστεί να ασκεί.
Η Σάντρα πληρώνει καθημερινά και αδιάκοπα το κόστος, υφιστάμενη το bullying από τον κοινωνικό και φιλικό της περίγυρο, από την γειτονιά, τους συγγενείς της κ.λπ. «Δεν με σέβονται, ακόμη και όταν περπατώ στο δρόμο μαζί με την κόρη μου. Τελικά όμως δεν με ενδιαφέρει τι σκέφτονται οι άλλοι για μένα, παρά μόνο τι μπορώ να κάνω εγώ για τον εαυτό μου, για την κόρη μου, για να είμαστε οι δυο μας ευτυχισμένοι» θα πει.
Η έλευση της κόρης της, κατ’ ανάγκην έφερε ξανά στη ζωή της Σάντρας τη μητέρα της. Η γιαγιά θέλει να βλέπει έστω και μέσω βιντεοκλήσεων όσο το δυνατόν περισσότερο την εγγονή, η Σάντρα όμως δεν μπορεί να ξεχάσει αυτά που πέρασε -ή και εξακολουθεί να περνά ακόμη και σήμερα- εξαιτίας της γυναίκας που την έφερε στον κόσμο. Έναν κόσμο που, πλέον, αρχίζει και τελειώνει για τη Σάντρα στο χαμόγελο της κόρης της.