ύχομαι αγαπητέ αναγνώστη ο Μαραντόνα να κόβει τρίχες από το τίμιο μουστάκι του Μεϊμαράκη και να σου δίνει δεκαετίες, αν όμως (κούφια η ώρα που το ακούει) όπως περνάς απέναντι τύχει να σε κάνει ταπετσαρία μια διερχόμενη νταλίκα, δες (εκτός απ’ τα ραδίκια ανάποδα) και τη θετική πλευρά του πράγματος…
Αν ζεις στο χωριό, κάνεις δεήσεις στη Μεγαλόχαρη να βρεθεί μια Μελισάντρε να σε ανασταίνει κάθε τρεις και λίγο για να μπορείς να τα κακαρώνεις πρωί, μεσημέρι, βράδυ να ευχαριστιέται η ψυχή σου κηδεία (και επίδομα αναστάσεως από την ΠΑΣΟΚάρα).
Και αυτό γιατί στο χωριό η κηδεία είναι πιο διασκεδαστική και από πανηγύρι στην Ανάληψη Τριχωνίδος με την Λούλα Παππά στο μικρόφωνο και τον Κώστα Μπάο στο κλαρίνο (αν άλλαζαν ειδικότητες οι δυο τους θα ‘χε 30.000 κόσμο παραπάνω το πανηγύρι)…
Σε κάθε χωριό που σέβεται τον εαυτό του (και τον νεκρό του) dear θα συναντήσεις 7 χαρακτηριστικούς τύπους σε μια κηδεία:
-
Η μαυροφορεμένη γιαγιά-καμικάζι
Οργώνει τον αγωνιστικό χώρο σαν τον Τάσο Πάντο, έχοντας τους επισκέπτες από κοντά για να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τις επιθυμίες τους. Δίψασες και θες νερό; Πριν το πεις η γιαγιά-καμικάζι θα πεταχτεί σαν ιπτάμενος Τζεντάι για να σου φέρει την κανάτα να σε ποτίσει.
Αγαπημένη της φράση: «Να σου φέρω ένα μεζάκο πασάκο μου να δοκιμάσεις;»
-
Ο Ξέμπαρκος
Τον έστειλε η πεθερά για να βγάλει την υποχρέωση και ανάθεμά και αν ξέρει που ήρθε. Τον καταλαβαίνεις απ’ τη φάτσα. Έχει το ίδιο βλέμμα με τον Ανατολάκη την πρώτη μέρα που άνοιξε το λεξικό του Μπαμπινιώτη και είδε ότι ο αποσπερίτης δεν ήταν ο μικρός ο αδερφός του Αποσπόρη.
Θα καθίσει δίπλα σου και μετά από 2 λεπτά αμήχανης σιωπής θα σου πει για να σπάσει τον πάγο. «Ήτανε πολύ καλός ο συχωρεμένος. Τον ήξερες;». Αν του απαντήσεις «Φυσικά. Γιός του είμαι» το πιθανότερο είναι να ξαναμάθεις νέα του από αφηγήσεις Θιβετιανών μοναχών μετά από τρία χρόνια.
Αγαπημένη του φράση: «Είχε καλό καιρό σήμερα…»
-
Η ψεκασμένη
Μιλάει πάντα χαμηλόφωνα για να μην την ακούσει ο συχωρεμένος και έρθει στον ύπνο της την άλλη μέρα για να την πάρει μαζί του να του καθαρίζει πατσά και ποδαράκια. Θα σε πλησιάσει διακριτικά και θα σου πει χαμηλόφωνα «Βάλτου στην τσέπη πέντε ευρώ για τον βαρκάρη». Αν της απαντήσεις «5 ευρώ;
Γιατί με γόνδολα θα τον πάει;» θα αλλάξει δωμάτιο και θα πλησιάσει το επόμενο θύμα για να του ψιθυρίσει: «Βγάλε τον καθρέφτη από εδώ. Δεν κάνει να καθρεφτίζεσαι με νεκρούς». Η σωστή απάντηση «Μα δεν καθρεφτίστηκα καθόλου μαζί σας», θα τη στείλει για ένα διάλειμμα 3 λεπτών για διαφημίσεις, πριν επιστρέψει στη σκοπιά.
Αγαπημένη της φράση: «Να μη σώσω να ξαναφιλήσω παγωμένο κούτελο, αν λέω ψέματα. Τον είδα στον ύπνο μου σήμερα τον μακαρίτη»
-
Η μοιρολογίστρα
Νομίζεις ότι την έχουν κουρδίσει για να κλαίει. Προχωράει και κλαίει. Σταματάει και κλαίει. Κάθεται και κλαίει (γιατί δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της). Ό,τι και αν κάνει κλαίει.
Το εντυπωσιακό στην περίπτωσή της είναι ότι ενώ μπορεί να κλαίει με λυγμούς, αν της κάνεις μια ερώτηση, ηρεμεί απότομα και σου απαντά (με τη λήξη της απάντησης όμως πιάνει πάλι ξανά λα μονόρε στο δάκρυ). Από τη μυρωδιά (κολόνια Μυρτώ και μια εσάνς ναφθαλίνη) βρίσκει άλλες 2 πρόθυμες, τις οποίες θα πλησιάσει με καταδρομική για να της κάνουν δεύτερες στο μοιρολόι.
Αγαπημένη της φράση: «Μήπως σου βρίσκεται ένα χαρτομάντιλο;»
-
Ο μερακλής που ήρθε για το φαί
Όταν δει κάποιον να βάζει μια μπουκιά στο στόμα του θα τον περικυκλώσει όπως ο καρχαρία την αθερίνα και μόλις κάνει το λάθος να κοιτάξει για ένα δευτερόλεπτο αλλού, θα τον μουντάρει και θα του φάει το παξιμάδι μέχρι να πεις «κόλλυβα».
Συνήθως έχει από κοντά τη γηραιά κυρία που αναλαμβάνει τους καφέδες και το φαί και προσπαθεί να την ψαρώσει προειδοποιώντας την «μη σας πέσει πολύ αλάτι και σας περάσει ο κόσμος για κακή μαγείρισσα» για να του δίνει κάθε πέντε λεπτά μεζέ να δοκιμάζει μήπως το ‘κανε λύσσα.
Αγαπημένη του φράση: «Και ξαφνικά μπαίνει στο δωμάτιο ένας γιγαντιαίος κάστορας και τρώει το ψάρι σας».
-
Η τσεκουράτη
Μπαίνει γκαζωμένη και μετά τις τυπικές χαιρετούρες πλησιάζει την πρώτη που θα δει να κλαίει για να την τεντώσει: «Τι κλαις μωρή; Πόσο ήθελες να πάει ο γέρος, 120; Όλοι στα χρόνια του να λέμε. Ειδικά εσύ που τα πλησιάζεις». Την ώρα που κάθεται για τον καφέ παρατηρεί ποια κλαίει ακόμα και σαν τον Γιώργη τον Κολτσίδα της τραβάει ξερόμυτο στο καλάμι κάτω απ’ το τραπέζι για να συμμορφωθεί.
Αγαπημένη της φράση: «Κανονικά μετά τα 92 δεν θα ‘πρεπε να παίρνει σύνταξη. Είχε πληρώσει ένσημα για άνθρωπος, όχι για Χαϊλάντερ…».
-
Ο επόμενος
Ώριμος φίλος και συμμαθητής του νεκρού, ο οποίος καταλαβαίνει ότι θα πάρει τη σκυτάλη και πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Σε όσους ενοχλητικούς τον ρωτάνε πώς γίνεται να λέει ότι είναι μικρότερος αφού ήταν συμμαθητές με τον μακαρίτη απαντάει «ναι, αλλά ο συχωρεμένος είχε μείνει έξι χρόνια στην ίδια τάξη».
Εντοπίζει τον μεγαλύτερο στο δωμάτιο (μετά από εκείνον) κάθεται δίπλα του και με ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη του λέει: «Εσύ είσαι η τελευταία μου ελπίδα».
Αγαπημένη του φράση: «Δεν ήτανε πολύ μεγάλος. Ήταν σκαμμένο το πρόσωπό του και μεδαλόδειχνε» .