θα δείτε πόσο ζωηρή είναι”, τότε κόλλησαν οι κοπέλες, μας κοίταξαν πολύ παράξενα, το θυμάμαι πολύ καλά. Αλλά εκείνη την ώρα δεν ήθελα να πιστέψω αυτά που μου έλεγαν τα μάτια τους.
Τα μάτια τους μας είπαν ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσεις.
Πέρασαν οι ώρες, νύχτωσε, εμείς ξαπλώσαμε λίγο στις καρέκλες.
Πρέπει να με πήρε λίγο ο ύπνος και άκουσα μια φωνή από το διάδρομο να φωνάζει ΠΑΡΑΣΚΑΚΗ! Σηκώθηκα αμέσως κοριτσάκι μου, μα δεν έβρισκα τον μπαμπά σου.
Πήγα κοντά στην πόρτα με την γιαγιά σου και βγήκε μια γιατρός, που μας είχαν πει ότι αν βγει αυτή, θα είναι μόνο για κακό. Έτσι και αλλιώς εγώ άκουγα από το διάδρομο τι έλεγαν μέσα και κατάλαβα ότι εσύ πέθανες Μελινούλα μου. Ήρθε κοντά μας η γιατρός και μας είπε ότι εσύ τους ταλαιπώρησες πολύ. Ότι δεν μπορεί να καταλάβουν τι έγινε. Έπαθες πάλι ανακοπή και δεν μπορούσαν να σε επαναφέρουν. Ο παππούς σου, ήρθε στο διάδρομο. Του έκανα νόημα Μελίνα μου ότι έφυγες και αυτός έστριψε και βγήκε έξω. Δεν άντεξε. Ήρθε και ο μπαμπάς σου κοντά μας και του είπα ότι μας άφησες. Εμείς μπήκαμε με το έτσι θέλω και τους παρακαλέσαμε να προσπαθήσουν λίγο ακόμα. Μα δεν έγινε τίποτα Μελινούλα μου, εκεί ήσουν, άψυχη πάλι και εγώ, που η δουλειά μου ήταν να σε προστατεύω και να σε έχω καλά, να μην μπορώ να σου κάνω τίποτα.
Νομίζω ότι σε φίλησα, δεν θυμάμαι. Η γιαγιά σου καθόταν από πάνω σου πολλή ώρα, μέχρι που την έδιωξε μια γιατρός ή νοσοκόμα. Έπαθα σοκ Μελίνα μου, δεν σε αποχαιρέτισα.
Μπήκα πάλι στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι. Η γιατρός μου είπε ότι κάνανε ό,τι μπορούσαν, άλλα δεν ήξερε γιατί πέθανες. Μας είπε να περιμένουμε να έρθει ο ιατροδικαστής να σε εξετάσει.
Εγώ είχα τρελαθεί κορίτσι μου, σε άφησα εκεί μόνη σου. Είπα στον μπαμπά σου ότι θέλω να φύγω, θέλω να με πάει στην αδελφή σου. Δεν φώναξα, δεν έκανα τίποτα. Μόνοέκλαιγα και ένιωθα τόσο μικρή και αδύναμη, δεν ήταν πια στα χέρια μου. Σε άφησα λοιπόν εκεί, κάτι που θα το μετανιώνω όσο ζω. Πώς μπορεί μια μαμά να αφήσει το παιδί της έτσι;
Μελίνα
Πήγα στο σπίτι που ήταν η αδερφούλα σου, ξύπνησε, και με ρώτησε πού είναι η Μελίνα. Την πήρα μέσα στο δωμάτιο και της είπα ότι η Μελίνα μας πήγε στον ουρανό και ότι δεν θα μπορέσει να ξαναέρθει. Και η Έλλη μου απάντησε ότι η Μελίνα πήρε την σημαία της στον ουρανό και την έβαψε κόκκινη. Ακόμα μου φαίνεται πολύ παράξενη αυτή η απάντηση της αδελφής σου.
Σαν να το ένιωθε η αδερφούλα σου, μόνο τεσσάρων ετών και όμως, σαν να ήξερε τι μου έλεγε. Η καρδιά μου έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια Μελίνα μου. Πώς θα συνεχίσουμε την ζωή μας χωρίς εσένα; Πώς θα μεγαλώσω την Έλλη χωρίς εσένα; Είχατε πάντα η μία την άλλη, στο σχολειό, στην παιδική χαρά, στο σπίτι, παντού και πάντα.
Ξέρεις Μελίνα μου, εσύ και η Έλλη, ήσασταν για μένα σαν τον αέρα που αναπνέουμε. Έτσι ήταν και η παρουσία σας και η ύπαρξή σας
κάθε μέρα.
Τώρα λοιπόν, ένιωθα σα να μου κόπηκε ο αέρας, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, δεν μπορούσα να υπάρχω χωρίς εσένα. Το χειρότερο ήταν και παραμένει, ότι εγώ σε πήγα εκεί. Εγώ ήθελα να πας να βγάλεις τα κρεατάκια σου. Εγώ σου έλεγα να μην φοβάσαι.
Έλεγαν πως πρέπει να πάμε στο σπίτι μας, να το ετοιμάσουμε για κηδεία. Όχι. Όχι, δεν ήθελα Μελίνα, ήθελα μόνο να έχω εσένα, ήθελα μόνο να γυρίσω το χρόνο πίσω. Μου είπαν λοιπόν να κάτσω εκεί στο άλλο σπίτι μαζί με την αδελφή σου, να πάνε να ετοιμάσουν το σπίτι μου.
Μα εγώ δεν μπορούσα να κάτσω με την Έλλη, δεν είχα τη δύναμη. Ο μπαμπάς σου ξαναπήγε αμέσως στο Ηράκλειο, μα δεν ξέρω αν πήγε κοντά σου, δε νομίζω.
Ευτυχώς Μελινούλα μου, έχουμε καλούς φίλους και συγγενείς που τον βοήθησαν να βρούμε τον ιατροδικαστή μας και τους δικηγόρους μας.
Σαν να ζούσα ένα κακό όνειρο, γύρισα στο σπίτι, θυμάμαι ότι ήταν ακατάστατο πολύ το σπίτι μας Μελινούλα μου, γιατί είχα αποφασίσει να περνώ καλά μαζί σας εκείνες τις μέρες. Γιατί ήσασταν πολύ χαρούμενες και είχατε διακοπές και θυμάμαι ότι περνάγαμε πολύ καλά. Πήγαμε βόλτα οι τρεις μας στο Ηράκλειο για ψώνια και φαγητό, πήγαμε σινεμά, παίζαμε μαζί στο σπίτι.
Δεν θυμάμαι πολλά, θυμάμαι ότι δεν το πίστευα, δεν ήθελα και δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ήρθε πάρα πολύς κόσμος στο σπίτι μας εκείνη την μέρα Μελίνα μου, σου άρεσε πολύ όταν είχαμε κόσμο στο σπίτι. Είχα νεύρα, τώρα που δεν ήσουν εδώ. Ήρθαν όλοι. Γιατί δεν ήρθαν όταν ήσουν εδώ;
Νύσταζα πάρα πολύ, δεν ήθελα όμως να κοιμηθώ, γιατί δεν ήθελα να ξυπνήσω την επόμενη μέρα, την ημέρα της κηδείας σου. Δεν ήθελα να κοιμηθώ και να ξυπνήσω και να μην είναι όνειρο όλο αυτό. Δεν άντεχα και ξάπλωσα μέσα στο δωμάτιό σας κοριτσάκι μου, στο φουσκωτό στρώμα που είχα εκεί για να ξαπλώνω μαζί σας και να σας διαβάζω παραμύθι κάθε βράδυ για να κοιμηθείτε. Πήρα αγκαλιά το
αρκουδάκι σου. Ξύπνησα το πρωί και δεν ήταν κακό όνειρο.
Ντύθηκα για την κηδεία σου.
Μελίνα μου, η εκκλησία ήταν γεμάτη. Δεν ξαναείδα ποτέ την εκκλησία με τόσο πολύ κόσμο. Εσύ ήσουν εκεί ξαπλωμένη, ακόμη δεν το πίστευα. Πίστευα ότι θα σηκωθείς, ότι θα γίνει το θαύμα. Δεν μπορεί να πέθανες έτσι εύκολα, δεν μπορεί να μην υπάρχεις πια. Σου κρατούσα το χέρι, μα δεν μου το έσφιξες, δεν με κοιτούσες, δεν μου φώναξες «μαμά».
Όταν τελειώσαμε από την εκκλησιά και πήγαμε στο νεκροταφείο, πίστευα ακόμη ότι θα σηκωθείς. Όταν σε κατέβασαν στο χώμα όμως, άφησα να πάρεις μαζί σου την μισή μου καρδιά, το δικό μου κομμάτι που θα είναι πάντα δικό σου και την μισή μου ψύχη. Ήθελα να με θάψουν μαζί σου Μελίνα, δεν σκεπτόμουν ούτε την Έλλη μας, ούτε τον μπαμπά σου. Ήθελα μόνο να ξαπλώσω διπλά σου, να μην είσαι
μόνη, να σου κάνω παρέα εκεί που πας.
Έμεινα όμως πίσω, μισή και θα είμαι πάντα μισή, μέχρι να σε ξανασυναντήσω.
Εκείνο το βράδυ φέραμε και την αδερφούλα σου στο σπίτι. Δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω, ήταν τόσο πληγωμένη, τόσο διαφορετική. Ήταν πάλι το σπίτι μας γεμάτο κόσμο, αλλά υπήρχε μια ησυχία. Όλοι σεβάστηκαν ότι είναι η αδελφή σου εκεί, κανένας δεν φώναζε, κανένας δεν έκανε φασαρία και αυτή μόνο έπαιζε με τα παιχνίδια της, δεν σήκωσε το κεφάλι της να κοιτάξει κανέναν. Δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί μου, ούτε με τον μπαμπά σου, μόνο με την γιαγιά και τον παππού. Με ρώτησε πολλές φορές, πότε θα ξαναγυρίσεις, πότε θα… κατέβεις από τον ουρανό.
Σου έχτιζε άπειρες φορές σκάλες, με τα τουβλάκια της και τα άφηνε έξω στην αυλή για να μπορέσεις να επιστρέψεις σπίτι μας. Μελινούλα μου, οι μέρες πέρναγαν, η γιαγιά σου έμεινε εδώ να μας βοηθήσει, εγώ κοιμόμουν πάρα πολύ, δεν είχα αντοχή να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Οι φίλοι μας όμως κοριτσάκι μου και η γιαγιά και ο παππούς σου δεν με άφησαν, με σήκωσαν από το κρεβάτι, με έβγαλαν έξω. Εγώ όμως πώς; Πώς θα περπατώ στους δρόμους εδώ που ζούμε, που κάθε μέρα περπατούσαμε μαζί; Πώς θα αντέξω να πάω οπουδήποτε χωρίς εσένα; Φοβόμουν, φοβόμουν να πάω στο σουπερ μάρκετ, φοβόμουν να πάω στις κούνιες, φοβόμουν τη στιγμή που πρέπει να πάω στο σχολειό σας με μόνο ένα παιδί. Αρκετά γρήγορα Μελινάκι μου, μάθαμε από τον δικηγόρο μας αλλά και από την
τηλεόραση ότι η αναισθησιολόγος σου όντως δεν ήταν μια απλή γιατρός. Είχε πολλά θέματα και πάλι την άφησαν να δουλέψει.
Εμείς πηγαίναμε συχνά στο Ηράκλειο να συναντηθούμε με τον δικηγόρο μας, είχαμε δώσει και κατάθεση στην αστυνομία. Ο μπαμπάς σου τα έκανε όλα, με τη βοήθεια των φίλων και συγγενών. Έμενα με άφησε πίσω, για να μην με ταλαιπωρεί. Μας είπε ο δικηγόρος ότι η δίκη μπορεί να γίνει σε κανένα χρόνο. Πέρασαν πολλές μέρες και η γιαγιά σου έπρεπε να επιστρέψει να πάει στον παππού σου. Ήταν γι ́ αυτόν πολύ δύσκολο να το περάσει όλο αυτό μόνος του.
Έφυγε λοιπόν η μανούλα μου, έχοντας χάσει την εγγονή της, αλλά και την κόρη που ήξερε πάντα. Γιατί εγώ Μελινάκι μου, δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να γίνω όπως παλιά. Μου πήραν ό,τι πιο πολύτιμο είχα, εσένα. Σε πήραν από μένα μακριά και εγώ θα είμαι πάντα μισή. Γελώ Μελίνα μου τώρα, μπορώ πάλι και γελώ και περνώ καλά και ας μην είσαι εδώ. Βλέπεις, είμαι υποχρεωμένη να το κάνω αυτό, γιατί η Έλλη πρέπει να μεγαλώσει με μια χαρούμενη μαμά, έτσι δεν είναι;
Το βράδυ που έφυγε λοιπόν η γιαγιά σου, με κοίταξε η Έλλη στα μάτια μετά από τόσο καιρό και μου είπε: «μαμά, τώρα μείναμε οι δυο μας». Η Έλλη φοβόταν, μάλλον δεν μου είχε εμπιστοσύνη, δεν ένιωθε ασφάλεια μαζί μου. Την πήρα μια μεγάλη αγκαλιά και της είπα ότι τώρα είμαστε οι δυο μας και θα τα πάμε πολύ καλά εμείς οι δύο. Μέσα μου δεν το πίστευα ακόμα, δεν ήθελα και δεν
μπορούσα.
Το μόνο που είχαμε πει Μελίνα μου με τον μπαμπά σου, όταν φεύγαμε από το νοσοκομείο εκείνη την μέρα που σε αφήσαμε εκεί, ήταν ότι πρέπει να κάνουμε και άλλο παιδί. Οπότε αρκετά γρήγορα Μελινάκι μου, έμεινα έγκυος. Νομίζω ότι ο Θεός μας έστειλε αυτό το παιδί.
Ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση στο σπίτι μας αγαπούλα μου, ήταν ψυχρή. Ο μπαμπάς σου έκλαιγε συχνά. Εκεί που καθόμασταν, απλά σηκωνόταν και έτρεχε μέσα στο δωμάτιο και έκλαιγε δυνατά, με τόσο πολύ πόνο Μελίνα μου, που το στομάχι μου κάθε φορά γινόταν ένας κόμπος. Εγώ όμως, δεν ήθελα να τον ακούσει η αδελφή σου, αρκετό πόνο κουβαλούσε και αυτό το πλασματάκι, ας μην ανησυχήσει και για μας.
Ο μπαμπάς σου προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βγάλει άκρη με το τι έγινε με εσένα κοριτσάκι μου. Μελινάκι μου δεν ήταν καθόλου εύκολο, μα έπρεπε και πρέπει, για τη ζωή σου που χάθηκε άδικα, για την ψυχή σου και για της αδελφής σου.
Ήταν «μεγάλα κεφάλια» μπλεγμένα σε όλο αυτό και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην τα καταφέρουμε. Κρύψανε τον φάκελο σου, πήραν τα πλακάκια σου που έπρεπε να εξετάσει η ιατροδικαστής σου και τα πήγανε στην Αθήνα.
Καθυστερούσαν πάρα πολύ να κάνουν την ΕΔΕ, που κανονικά πρέπει να γίνει αμέσως. Βρίσκαμε παντού εμπόδια, αλλά ο μπαμπάς σου με την βοήθεια πάντα από τους άλλους, έκανε τα πάντα για να ρίξει αυτά τα εμπόδια.
Η Έλλη μας ήταν σε μεγάλο σοκ, δεν είχε κλάψει για σένα ακόμα, άργησε πολύ να κλάψει. Ούτε γελούσε από την καρδιά της. Ρωτούσε συνέχεια για σένα, πότε θα γυρίσεις, τι κάνεις εκεί στον ουρανό, αν έχεις παρέα εκεί. Ήταν ανέκφραστη, σοκαρισμένη. Μέχρι που πέρασε ο καιρός, σχεδόν ένας χρόνος, με πολλά προβλήματα Μελινούλα μου. Μου έλεγαν πως η συμπεριφορά της δεν είναι πολύ καλή. Περίπου ένα χρόνο μετά, όταν γεννήθηκε και η αδελφή σας, η Ανδριάνα, τότε η Έλλη ξέσπασε λίγο, άρχισε να γελάει και πάλι. Βλέπεις, η Έλλη έκρυβε μια τεράστια δύναμη μέσα της και ακόμα την έχει.
Η αδελφή σου η Ανδριάνα όταν γεννήθηκε, ήταν ίδια με εσένα Μελίνα μου. Σαν να ξαναγύρισες. Τα μαλλάκια της, το χρώμα της, το κλάμα της. Όταν μου την έφεραν, κοιταχτήκαμε με τον μπαμπά σου και δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτα, σαν να σε κρατούσαμε ξανά.
Μεγαλώνοντας, το χρώμα των μαλλιών της άλλαξε, αλλά δεν παύει και πάλι να σου μοιάζει πολύ. Πολλές φορές νομίζω ότι βλέπω και ακούω εσένα, αλλά είναι η Ανδριάνα. Μας δίνει πολύ χαρά και στους τρεις μας, είμαστε πλέον σίγουροι ότι ο Θεός μας την έστειλε για να αντέξουμε, για να αντέξει η Έλλη.
Δεν περνά μια μέρα χωρίς να ρωτήσει η Έλλη για σένα, αν κάνεις και εσύ μάθημα στον ουρανό, αν πας στο χορό, αν είσαι καλά, αν ήθελες να πας εκεί ψηλά και γιατί πήγες χωρίς αυτήν. Σου ξαναείπα Μελίνα μου ότι η δύναμή της είναι τεράστια, αλλά και η ευαισθησία της. Την λυπάμαι τόσο πολύ, πονάω τόσο πολύ αλλά προσπαθώ να μην της το δείξω. Δυστυχώς και η Έλλη έχασε την μαμά που ήξερε κάποτε. Δεν έβαζα να ακούμε μουσική, δεν χόρευα, δεν γελούσα. Τώρα Μελινάκι μου, ακούω πάλι μουσική, εκτός από τρία τραγούδια που δεν ξανάκουσα από την ημέρα που έφυγες, τα τρία αγαπημένα σου.
Πέρασαν τόσα Χριστούγεννα, μας έπιανε πολύ άγχος με τον μπαμπά σου στις γιορτές. Ευτυχώς ήρθε η αδελφή σου η Ανδριάνα στον κόσμο, πριν τις πρώτες γιορτές χωρίς εσένα. Έπρεπε να βάλουμε τα δυνατά μας με τον μπαμπά σου να περάσει η Έλλη χαρούμενα Χριστούγεννα.
Νομίζω ότι τα καταφέραμε κορίτσι μου. Αλλά κάθε χρόνο, όταν έρχονται οι γιορτές, εμένα με πιάνει ένα μεγάλος κόμπος στο στομάχι. Κάθε χρόνο έκανα για σένα μνημόσυνο, αλλά μόνη μου ή με δυο-τρία άτομα. Ούτε ο μπαμπάς σου δεν ερχόταν κάθε χρόνο.
Είναι τόσο βαρύ να κάνεις μνημόσυνο για το παιδί σου, είναι τόσο απίστευτο. Μου θυμίζει την κηδεία σου Μελίνα μου και έτσι μου είναι πολύ δύσκολο.
Η ταλαιπωρία μας ήταν φρικτή. Δεν φτάνει που έχουμε μείνει με αυτό το πένθος, με τον πόνο, έπρεπε και να κυνηγήσουμε τόσα χρόνια το δίκιο Μελίνα μου. Ένιωθα σαν να μην άξιζε η ζωή σου τίποτα. Κανένας δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με αυτά τα «μεγάλα κεφάλια».
Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018, ήταν κρυμμένος ο φάκελός σου, η ΕΔΕ. Ένας πολιτικός μας βοήθησε και τον πήρε τον φάκελο και μας τον έστειλε. Υπήρχαν όμως δυο τέτοιοι φάκελοι, με διαφορετικές ημερομηνίες. Εκεί μέσα έγραφε ξεκάθαρα ότι η αναισθησιολόγος σου είχε ευθύνη για τον θάνατό σου. Εμείς περιμέναμε δυο ολόκληρα χρόνια για να μας τον στείλουν. Γιατί; Με έπιασε μια άσχημη κρίση Μελινάκι μου, ήθελα να το αφήσουμε, ένιωσα ότι δεν θα βγάλουμε άκρη, ότι κανένας δεν θα μας βοηθήσει.
Ένιωσα μικρή, ένιωθα πάλι ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για σένα, ούτε για την ψυχή σου, ούτε για την μνήμη σου.
Τον Ιανουάριο του 2019 ολοκληρώθηκε η έρευνα από τον εισαγγελέα στα δικαστήρια που και σε αυτήν την έρευνα έριξαν τις ευθύνες στην δια. Εμείς πάλι Μελίνα μου περιμέναμε, μέχρι το καλοκαίρι του 2019, επιτέλους μας έδωσαν μια ημερομηνία. Είχα πολύ άγχος, κάναμε τόσο πολύ υπομονή τόσα χρόνια, ας κάνουμε λίγο ακόμα, είπαμε. Πήγαμε, με το… σταυρό στο χέρι που λένε, ξέραμε πως θα γίνει δικαστήριο. Όμως δεν ήρθε! Μελινάκι μου, ντρέπομαι που αυτή η γυναίκα είναι άνθρωπος και ακόμα χειρότερα γιατρός.
Άλλη ημερομηνία πάλι, τον Ιανουάριο μας είπαν. Είπα στον μπαμπά σου ότι δεν αντέχω να περιμένω άλλο. Πάει, τελείωσε η υπομονή. Δεν ήρθε ούτε τον Ιανουάριο και η απογοήτευσή μας ήταν τεράστια. Ευτυχώς το δικαστήριο είπε ότι δεν μπορεί να πάρει άλλη αναβολή. Δεν υπήρχαν όμως ημερομηνίες και έτσι έπρεπε να περιμένουμε για άλλους 8 μήνες.
Η Έλλη έχει μεγαλώσει τώρα Μελινάκι μου, εμείς τόσα χρόνια δεν λέγαμε λεπτομέρειες για τον τρόπο που έφυγες, πώς σου πήρε αυτή η γυναίκα την ζωή. Έπρεπε τώρα να της μιλήσω, γιατί τα άλλα παιδιά στο σχολειό ήξεραν, άκουσαν από τους μεγάλους. Έτσι έκατσα με την καημένη την Έλλη και της εξήγησα τι έγινε και τι γινόταν τόσα χρόνια και τι μας περιμένει από ́δω και πέρα. Το Σεπτέμβριο λοιπόν, ήρθε η γιατρός. Δεν μου αρέσει να την λέω γιατρό. Νομίζω ότι δεν της αξίζει να την λένε ούτε κυρία, ούτε γιατρό.
Από το Σεπτέμβριο λοιπόν μέχρι και σήμερα, έχουμε πάει πέντε φορές στο δικαστήριο. Πέντε φορές και ανέβηκαν εκεί πάνω από περίπου 17 άτομα. Όλοι γιατροί, εκτός από μένα και τον μπαμπά σου. Εγώ Μελινούλα μου δεν μπόρεσα να πω αυτά που ήθελα. Δεν με άφησε ο πόνος μου, δεν με άφησε η παρουσία της αναισθησιολόγου που καθόταν μόλις λίγα μέτρα μακριά μου. Οι γιατροί λοιπόν, όλοι όσοι ήταν εκεί μέσα εκείνη την μέρα Μελίνα μου, δεν είπαν τίποτα. Ούτε από το άλλο νοσοκομείο. Έχω πέσει τόσες φορές από τα σύννεφα αυτές τις πέντε φορές που πήγα και τους άκουσα. Μελίνα μου, γι ́ αυτούς μάλλον, η ζωή σου δεν άξιζε τίποτα απολύτως. Αν άξιζε και αν ήταν άνθρωποι, θα μου έλεγαν. Θα έλεγαν στο δικαστήριο που έχουν δώσει και όρκο. Όποτε κοριτσάκι μου δεν τους βόλευαν οι ερωτήσεις, έλεγαν πως δεν ξέρουν, πως δεν άκουσαν, πως δεν είδαν.
Ξέρεις Μελίνα μου, όλο αυτό που συμβαίνει, μου φαίνεται πολλές φορές σαν ψέμα, σαν να βλέπω μια ταινία.
Ήρθαν και γιατροί από την Αθήνα και αυτές επίσης δεν ήξεραν, δεν ήταν εκεί εκείνη την μέρα βέβαια, αλλά τόσος κόπος, να κάνουν ολόκληρο ταξίδι, για να πουν τι; Και εκεί με έπιασε ένα δυνατό συναίσθημα ανασφάλειας. Αυτές οι γυναίκες ήρθαν από καλά νοσοκομεία, αν χρειαστούμε να επισκεφτούμε νοσοκομείο, πολύ πιθανό να είναι εκεί. Μα πώς να εμπιστευτεί ο κόσμος τέτοιους γιατρούς; Το άλλο κοριτσάκι μου γλυκό που με προβληματίζει πολύ, μα πάρα πολύ, είναι ότι κανένας και καμία αναισθησιολόγος δεν ήθελε να έρθει στο δικό σου δικαστήριο για να μας υποστηρίξει. Είτε δουλεύουν ακόμα, είτε έχουν πάρει σύνταξη. Δεν μπορούν λέει για ηθικούς λογούς.
Για ποια ηθική μιλάμε τώρα; Δεν ξέρω κορίτσι μου. Ξέρω μόνο ότι έχω απελπιστεί εντελώς από όλους τους γιατρούς που ήρθαν και δεν ήρθαν. Έχοντας χάσει την ελπίδα μου γι ́ αυτό τον κόσμο, για τους ανθρώπους που εμπιστευόμαστε τη ζωή μας. Και αναρωτιέμαι ψυχή μου όμορφη, πώς αυτοί οι άνθρωποι κοιμούνται τα βράδια, ξέροντας πως ένα πανέμορφο και αθώο αγγελάκι, έφυγε από κοντά μας, ξέροντας ακριβώς τι έγινε στις 28 Δεκέμβριου του 2015. Ξέρουν και θυμούνται και εύχομαι να θυμούνται για μια ολόκληρη ζωή. Μελίνα
μου, να είναι το πανέμορφο, υπέροχο προσωπάκι σου, το τελευταίο πράγμα που θα βλέπουν κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν…», καταλήγει το σπαρακτικό γράμμα.