Το «Down Town» βρέθηκε στην πόλη της Ουκρανίας
του μισού εκατομμυρίου κατοίκων, κοντά στα σύνορα με την Ρωσία, εκεί όπου ζουν και χιλιάδες Έλληνες μαζί με τον καθημερινό φόβο του ξεσπάσματος ενός νέου γύρου ταραχών λόγω της επιθετικότητας των Ουκρανών ναζί και της κυβέρνησης του Κίεβου κατά των ελληνορθόδοξων και των Ρώσων.
Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος»:
Τα χωριά Τσερμαλίκ, Νοβοσιόλοβκα, Μίρνογιε, Γκρανίτνογιε, Στάριι Κριμ, Κασιάνοβκα, Μπουγκάς, Αντρέγιεβκα, Κάμενκα, μερικά μόνο από όσα κατοικούν Έλληνες -αλλά και Ουκρανοί ή Ρωσόφωνοι οι οποίοι έχουν ζήσει πολλά χρόνια και στην Κύπρο, κυρίως στην Πάφο και στη Λεμεσό- δεν απέχουν πολύ από τη Μαριούπολη – την πόλη της Αζοφικής, όπου τίποτα δεν είναι ίδιο και κανείς δεν μιλάει την ίδια «γλώσσα» τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όσο κι αν η λεγόμενη «κατάπαυση του πυρός» και η φαινομενική ειρήνη δείχνει πως, για λίγο, τα πράγματα επαναφέρονται στην ομαλότητα μετά τους εκατοντάδες νεκρούς που προηγήθηκαν.
Τα μπλόκα στην είσοδο της πόλης της Μαριούπολης είναι η πρώτη ένδειξη για το μικρό «φυτίλι» που απέμεινε μέσα στην πόλη, αλλά και τον φόβο που κάθε στιγμή μπορεί να απειλήσει την κατά τ’ άλλα «συνηθισμένη» μεσοαστική ζωή μιας πόλης μισού σχεδόν εκατομμυρίου κατοίκων. «Από πού έρχεστε; Πού πάτε;».
Το όπλο είναι παρατεταμένο στα παράθυρα των αυτοκινήτων, οι στρατιώτες κοιτάνε διαβατήρια, ο οδηγός ρωτάει αν κάποιο από αυτά είναι σφραγισμένο από τη Ρωσική Δημοκρατία, κι έτσι το πεδίο -αν όλα είναι εγκεκριμένα- είναι ελεύθερο: Μια κεντρική λεωφόρος με παλιά Lada που οι Ρωσόφωνοι τη λένε «Μίρα» αλλά στις ταμπέλες των δρόμων είναι καταγεγραμμένη μόνο στην ουκρανική γλώσσα ως «Μίρου», τα παλιά κίτρινα λεωφορεία-ατραξιόν μιας άλλης εποχής που εδώ μετακινούν φτωχούς εργαζόμενους στα γύρω εργοστάσια της πόλης (η κύρια πηγή εργασίας των κατοίκων εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν από τον 19ο αιώνα), το παλιό αεροδρόμιο που πλέον δεν χρησιμοποιείται για λόγους ασφάλειας, το εθνικό πανεπιστήμιο της Μαριούπολης στην οδό Στρέιτιλι (που στα ουκρανικά ονομάζεται «Μποτιβέλνικεφ»), παλιά μεταλλουργεία, το κατεστραμμένο από τις επιθέσεις του 2014 αστυνομικό κτίριο, τμήμα του υπουργείου εσωτερικών, οι γραμμές του τραμ και του τρένου, ένα γήπεδο, πάρκα και φυσικά ο χώρος στον οποίο μέχρι πριν από λίγους μήνες βρισκόταν ένα μεγάλο άγαλμα του Λένιν που αφαιρέθηκε. «Αποκομμουνισμός: Αλλάζει καθετί που παραπέμπει στον κομμουνισμό», θα μου εξηγήσει μια δασκάλα αργότερα, στο ελληνόφωνο σχολείο του χωριού Σαρτανά.
Κι είναι συγκινητικό, εδώ, σε μιαν άλλη Ελλάδα που καλά-καλά δεν αρθρώνει καθαρά τις λέξεις της κοινής δημοτικής, παιδιά πέντε και οκτώ χρόνων να αγκαλιάζονται σε έναν κυκλικό χώρο ενός άλλου ελληνισμού, περήφανου και αμετάκλητου από εθνικιστικές κορώνες, που στροβιλίζονται στον αέρα μόνο ουσιωδώς, και τραγουδούν εκείνο το παλιό τραγούδι που έγραψε κάποτε ο Μανώλης Ρασούλης, χωρίς ίσως να αντικρίσει τα μάτια των μικρών αυτών παιδιών που κοιτάνε τα δικά σου γεμάτα αγάπη, μόνο και μόνο επειδή φέρεις στο dna κάτι που κουβαλούν κι εκείνα – ή τουλάχιστον αυτό που τους έχουν πει οι γονείς τους πως είναι εμποτισμένα ανεξάρτητα από τις ταυτότητες των κρατών που τους διαχώρισαν -θέλουν να ελπίζουν μόνο τυπικά- από τη μητροπολιτική Ελλάδα. «Αχ, Ελλάδα, σ’ αγαπώ / και βαθιά σ’ ευχαριστώ / γιατί μ’ έμαθες και ξέρω / ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ / να πεθαίνω όπου πατώ / και να μη σε υποφέρω», τραγουδούν. Και κατανοούν ακριβώς τι λένε.
Η ιστορία των Ελλήνων στη Μαριούπολη
Η Ουκρανία είναι η μόνη χώρα σήμερα στον κόσμο όπου υπάρχουν ακόμα σημαντικές κοινότητες των Ελλήνων, οι οποίες διατηρούν πλήρη κοινωνική δομή, διαθέτουν «αγροτική ενδοχώρα» και έχουν τη συνείδηση της εντοπιότητας. Με μητροπολιτικό κέντρο την Κριμαία, οι Έλληνες αποτελούν τον αρχαιότερο λαό που κατοίκησε στα εδάφη αυτά, πολύ πριν από την έλευση των Τατάρων και των σλαβικών φύλων. «Οι πρώτες ελληνικές εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν, κυρίως από Ίωνες, στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα», εξηγεί ο Βλάσης Αγτζίδης, διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και μαθηματικός. «Ο τουρκικός ζυγός στην περιοχή -ταταρικός και οθωμανικός- θα πάψει μόλις το 1783, όταν η χερσόνησος θα καταληφθεί από τους Ρώσους. Λίγο πριν όμως, το καλοκαίρι του 1778, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε μεταναστεύσει προς τα ρωσοκρατούμενα εδάφη, βόρεια της Αζοφικής Θάλασσας. Εκεί θα ιδρύσει μια νέα πόλη, στην οποία θα δώσει το όνομα της Παναγίας: Μαριούπολη.
Από εκεί και πέρα, η ελληνική μητρόπολη της Ουκρανίας θα έχει μεταφερθεί στην περιοχή της Μαριούπολης με τα 23 ελληνικά χωριά. Με τα διατάγματα της Αικατερίνης Β’ του 1779 και του 1790, η περιφέρεια της Αζοφικής, με πρωτεύουσα τη Μαριούπολη, απέκτησε το καθεστώς της αυτόνομης διοικητικής περιοχής (ουέζντ)».
Αυτό που χαρακτήρισε τον 18ο και 19ο αιώνα ήταν το φαινόμενο της μαζικής εγκατάστασης Ελλήνων, από κάθε μέρος του ελληνικού κόσμου, στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η σημαντικότερη εξέλιξη για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης αργότερα, ήταν η δημιουργία αναγνωρισμένων «Εθνικών Περιοχών», εκεί όπου η ελληνική εθνότητα αποτελούσε την πλειονότητα. Όλα αυτά, ωστόσο, έλαβαν τέλος τον Δεκέμβρη του 1937, όταν με απόφαση της σταλινικής ηγεσίας η ελληνική μειονότητα στοχοποιήθηκε – όπως και αρκετές ακόμα μικρές μειονοτικές ομάδες του πληθυσμού. Η ελληνική σοβιετική παιδεία απαγορεύτηκε, τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, τα ελληνικά κομματικά τυπογραφεία καταστράφηκαν, οι αυτόνομες σοβιετικές ελληνικές περιοχές καταργήθηκαν. Με την έναρξη της περεστρόικα άρχισε πια η προσπάθεια εθνικής αναγέννησης του πολυπληθούς ελληνισμού της Ουκρανίας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, οι Έλληνες ανέρχονταν τότε σε 150.000 άτομα.
Ο πόλεμος που ξέσπασε την άνοιξη του 2014 στην περιοχή της Μαριούπολης, μεταξύ φιλορώσων αυτονομιστών, ανταρτών και ουκρανών (αφού η πόλη των 460.000 κατοίκων βρίσκεται 50 χιλιόμετρα από τα ρωσικά σύνορα και η θέση της κρίνεται στρατηγικής σημασίας από τους Ρώσους, καθώς μέσω αυτής μπορεί να υπάρξει σύνδεση με την Κριμαία) δεν άφησε ανεπηρέαστους και τους Έλληνες κατοίκους της.
«Φοβήθηκα… Φοβάμαι!»
Η Βικτώρια είναι 14 χρόνων, μέχρι πριν λίγο καιρό ζούσε μαζί με τους γονείς της στην Πάφο, φοιτά στην ένατη τάξη του δημοτικού σχολείου του Σαρτανά, ένα χωριό κοντά στην Μαριούπολη με 10 χιλιάδες περίπου μόνιμους κατοίκους, και θέλει όταν μεγαλώσει να γίνει γιατρός. «Ο μπαμπάς μου λέγεται Γιώργος και εργάζεται στις οικοδομές, στην Κύπρο. Θα ήθελα πολύ να μην ήταν περίεργα τα πράγματα και να μέναμε όλοι μαζί κάπου. Δυστυχώς, δεν γίνεται. Προσπαθώ να είμαι καλή στα μαθήματά μου για να γίνει η ζωή μου καλύτερη», μου λέει. Το ίδιο και ο 15χρονος Ιβάν: «Ζούμε αυτά που ζούμε εδώ, τα πράγματα μερικές φορές γίνονται επικίνδυνα, αλλά πρέπει να πάμε μπροστά. Είναι δύσκολο. Πιστεύω πως θα τελειώσει ο πόλεμος. Φοβήθηκα. Φοβάμαι! Κάποιες φορές τρέχαμε στα καταφύγια, άλλες φορές κλεινόμασταν στα σπίτια. Είναι συμμαθητές μου που δεν έχουν γονείς. Εγώ είμαι τυχερός…». Δίπλα από το δημοτικό σχολείο, μέσα σε ένα παλιό κτίριο που τα απογεύματα μετατρέπεται σε γυμναστήριο για τους αθλητές των πολεμικών τεχνών, ο 23χρονος Αλεξέι με ρωτάει αν ξέρω κάποιους φίλους του από την Πάφο. «Κάποιες φορές ακούω πυροβολισμούς, αλλά έχουν ησυχάσει κάπως τα πράγματα πια», θα μου πει και θα ποζάρει μαζί με τον Νικολάι, τον Αρτιόμ και τον Βιτάλι, τους κολλητούς του. «Το πιο βασικό είναι να έχουμε ειρήνη και μετά υγεία», μου εξηγεί χωρίς να θέλει να μπει σε λεπτομέρειες.
«Όταν ο μπαμπάς μου, μικρή ακόμα, μου αγόρασε ένα βιβλίο με ποιήματα, μου είπε: “Σοφία εσύ είσαι Ελληνίδα και πρέπει να μάθεις ελληνικά!”», μου λέει η 70χρονη Σοφία Ρεσιέτοβα, δασκάλα τα τελευταία 53 χρόνια στο μικτό 12τάξιο σχολείο του Σαρτανά. «Είμαστε Έλληνες! Η καρδιά μου έχει μέσα της ελληνικό ρυθμό. Το αίμα νερό δεν γίνεται. Στον πόλεμο όλοι ήμασταν σαν οικογένεια. Κάθε χτύπημα που άκουγα από πυροβολισμό ήταν σαν να χτυπούσε στην καρδιά μου! Ο πόλεμος δεν συνηθίζεται!».
«Προτιμώ να σκοτωθώ, παρά να φύγω από το σπίτι μου!»
Σουρουπώνει. Θέλουμε να προλάβουμε τη Ναντία Παπακίτσα, η οποία μένει στην άκρη του χωριού – να ακούσουμε τα περίφημα «ρουμαίικα», έναν συνδυασμό αρχαίας ελληνικής, δημοτικής και ποντιακών εκφράσεων, που συνηθίζουν να μιλούν οι Έλληνες που ζουν στην ανατολική άκρη της Ουκρανίας. Βρίσκεται στην παλιά κουζίνα του σπιτιού της, τη ζεστή από φυσικό αέριο -όπως τα πλείστα στην περιοχή- και ετοιμάζει κοτόσουπα με κρεμμύδι, καρότο, πατάτες, λίγο ρύζι και φύλλα δάφνης. Στο μικρό υπνοδωμάτιο με ανοιχτή την τηλεόραση, κάθονται στον σκουρόχρωμο καναπέ ένα από τα δύο της παιδιά μαζί με τα τρία της εγγόνια. «Πριν από τρία χρόνια 12 νοματαίοι σκοτώθηκαν στο παραδίπλα οικόπεδο. Ευτυχώς εδώ, δίπλα από το σπίτι μου, έπεσε μια σφαίρα αλλά τελικά δεν εξερράγη κι έτσι δεν σκοτωθήκαμε. Τα παιδιά έκλαιγαν. Κλειστήκαμε στο υπόγειο. Φοβηθήκαμε! Της ξαδέλφης μου ο γιος σκοτώθηκε. Αλλά δεν φεύγω από εδώ. Προτιμώ να σκοτωθώ παρά να φύγω από το σπίτι μου. Τα παιδιά μου ας φύγουν. Εγώ δεν φεύγω! Έχω ταυτότητα ουκρανική, αλλά είμαι Ελληνίδα. Ο παππούς μου ήταν Έλληνας, ο πατέρας μου ήταν Έλληνας, άρα κι εγώ είμαι Ελληνίδα. Πριν από 50 χρόνια, θυμάμαι, απαγορευόταν να μιλάμε ελληνικά, μόνο ρωσικά μιλούσαμε. Αλλά η μαμά μου δεν ήθελε να κοιτάω Ρώσους άντρες, γι’ αυτό και τελικά παντρεύτηκα Έλληνα». Γελάει πρώτη φορά. Μου περιγράφει τη διαφορά ελληνικών και ρουμαίικων λέξεων με παραδείγματα: Το «καλοκαίρι» που το λένε «καλκαιρί», το «ευχαριστώ» «ναζίς», την «Ελλάδα που την ονομάζουν «Γρέτσια». «Πρώτη φορά πήγα στην Ελλάδα το ’97 γιατί έλεγα “θα πεθάνω αν δεν πάω να δω την Ακρόπολη”. Δεν ήταν η Ελλάδα που είδα αυτό που ονειρεύτηκα, εκείνο που διάβαζα στα βιβλία. Αλλά την αγαπώ όπως κι αν είναι. Είναι η πατρίδα μου!».
«Βλέπω την ελληνική σημαία και κλαίω!»
Η Αλεξάνδρα Πιτσατζή-Προτσένκο, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας, είναι η «ψυχή» των Ελλήνων που ζουν στην άκρη αυτή του ελληνισμού. «Βλέπω την ελληνική σημαία και κλαίω! Όσο ζω θα είμαι Ελληνίδα. Αγαπώ και την Ουκρανία, αλλά η ζωή μου είναι αφιερωμένη απόλυτα στους Έλληνες και στο έθνος μου. Είμαι σαν το παλιό δέντρο: Οι ρίζες του έμαθαν σ’ αυτό το χώμα, δεν φυτρώνουν αλλού. Γιατί οι πρόγονοί μου, οι Έλληνες, πήραν τέλη του 18ου αιώνα αυτό τον τόπο, από την Κριμαία όπου διέμεναν, και τον έκαναν από άγρια στέπα πόλη για να ζει κανείς ανθρώπινα. Νωρίτερα στη περιοχή υπήρχε ένα Κοζάκικο οχυρό του 16ου αιώνα, το οποίο ονομαζόταν Κάλμιους, αλλά τη σημερινή της μορφή η Μαριούπολη την πήρε από τότε που μετοίκησαν εδώ οι Έλληνες. Σήμερα, το 80% των Ελλήνων της Αζοφικής ζουν στην Μαριούπολη. Επί Στάλιν γινόταν εκκαθάριση των μειονοτήτων – όπως γινόταν σε όλη τη Σοβιετική Ένωση, τότε. Θεωρούσαν ότι είμαστε “πράκτορες” και πως θέλουμε να κάνουμε αυτόνομο ελληνικό κράτος εδώ. Αλλά, παρόλο που υπήρχε ο φόβος μην πούμε ότι είμαστε Έλληνες, όταν εμένα με ρώτησαν στο σχολείο προκειμένου να βγάλω διαβατήριο “από πού είσαι εσύ;”, εγώ είπα “είμαι από την Ελλάδα!”. Δεν είπα ούτε “Ρωσία”, ούτε “Ουκρανία”. Ήθελα να πάω στο σπίτι και να κάνω περήφανο τον μπαμπά μου που τόλμησα να πω τη λέξη “Ελλάδα” μέσα σε ένα ρωσικό σχολείο… Εδώ κάνουμε σπουδαία δουλειά. Βοηθάμε και προβάλλουμε τον ελληνικό πολιτισμό.
Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη εθνικοί ευεργέτες, όπως είναι ο Παντελής Μπούμπουρας, πρόεδρος του “Ιδρύματος Μπούμπουρα” ο οποίος, αν και δεν θέλει να τα αναφέρει, έχει χτίσει σχολεία, έχει χτίσει νοσοκομείο εδώ, εκκλησία, ενώ βοηθάει και γύρω στις 100 οικογένειες Ελλήνων οικονομικά, εκπαιδευτικά, ιατροφαρμακευτικά. Είναι θείο δώρο που ζει αυτός ο άνθρωπος στην Ουκρανία και είναι Έλληνας! Έχουν ζήσει πολλοί άνθρωποι χάρις στη βοήθεια αυτού του ευεργέτη!», μου εξηγεί.
Πράγματι. Λίγο μετά, στο σχολείο της περιοχής, εκεί όπου φοιτούν 800 παιδιά, κυρίως ελληνόπουλα, θα άνοιγαν τα δώρα του Παντελή Μπούμπουρα – ρούχα, βιβλία, γραφική ύλη. Μιλάμε στο τηλέφωνο, αφού ο ίδιος βρίσκεται στην Οδησσό. Μου εξηγεί πως δεν θέλει να γράψω πολλά για εκείνον γιατί «ό,τι κάνει η δεξιά σου δεν πρέπει να το μαθαίνει η αριστερά σου», όπως μου εξηγεί. «Από το ’97 ήθελα να δουλέψω και στη Μαριούπολη, μεταφέροντας και εκεί μέρος των επιχειρήσεών μου. Από τότε ξεκινάει και αυτή η στενή σχέση μου την πόλη που αποτελεί κομμάτι του ελληνισμού. Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, την άνοιξη του ’14, θεώρησα χρέος μου, να προστατεύσω -όπως και όσο μπορούσα- τους Έλληνες που κατοικούν εκεί. Ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά. Ξέρω κι εγώ, από τα δικά μου παιδικά χρόνια, πως δεν έχει σημασία το πόσο κάνει ένα δώρο, αλλά ότι κάποιος σκέφτηκε να σου κάνει αυτό το δώρο. Ήθελα, αυτά τα ελληνόπουλα, να αισθάνονται πως η Ελλάδα βρίσκεται δίπλα τους και τους παραστέκεται. Νιώθω ευχαρίστηση όταν βλέπω αυτά τα παιδιά να χαίρονται».
«ειναι ρουτινα οι πυροβολισμοι…»
Μέσα στην πόλη της Μαριούπολης, η Βικτωρία Ζαζίμκο, εργάζεται ως γραφίστρια. Η μητέρα της είναι Ελληνίδα, με καταγωγή από το χωριό Κασιάνοβκα. «Στο σπίτι μου μιλούσαμε πάντα ρουμαίικα. Πλέον εδώ, ύστερα από τρία χρόνια βομβαρδισμών, έχουμε συνηθίσει στα χτυπήματα. Είναι ρουτίνα. Σκεφτείτε πως κάποτε ετοιμαζόμουν να πάω σε μία περιοχή όπου συνέβησαν εχθροπραξίες, εκεί όπου είδα σκεπασμένους νεκρούς. Αν ζεις ή αν πεθαίνεις, είναι θέμα τύχης», μου εξηγεί, ενώ ο οδηγός Γιάννης Μπαϊταλτζής, με τον παππού και τη γιαγιά του να κατάγονται από την Κριμαία, συμφωνεί. «Στο σπίτι μου μιλούσαμε μόνο ελληνικά και λίγα ρωσικά. Είμαι ομογενής, έχω και τις δύο ταυτότητες, αλλά η ψυχή μου είναι στην Ελλάδα γιατί η καρδιά μου είναι ελληνική. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος βρισκόμουν κοντά στο Ντόνετσκ. Είναι φρικτό να βλέπεις πεθαμένους στους δρόμους! ».
Η Νίνα Τοπάλοβα είναι η Πρόεδρος της Νεολαίας των Ελλήνων της Ουκρανίας, δασκάλα στο χωριό Τσερμαλίκ, 50 περίπου χιλιόμετρα μακριά από την Μαριούπολη, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία. «Ένας ποταμός χωρίζει το χωριό μου από τη Ρωσία. Απέναντι βλέπουμε τα καλάσνικοφ. Βρισκόμαστε στην εμπόλεμη ζώνη. Είμαι επίσης μητέρα δύο παιδιών, αλλά στο χωριό που διδάσκω πηγαίνω χωρίς τα παιδιά μου πια, γιατί θέλω να ζουν σε ειρήνη, να μη βλέπουν τον πόλεμο, για να μη φοβούνται. Έχω 20 μαθητές. Όταν μπήκα πρώτη φορά στην τάξη και ρώτησα “πόσοι από εσάς είστε Έλληνες;” σήκωσαν όλοι το χέρι! Στο σχολείο οι μαθητές μου μού λένε: “κυρία, να μη φοβάστε, όλα τώρα τέλειωσαν”. Αυτά μου δίνουν κουράγιο. Γιατί το μόνο που δεν φοβάμαι πια είναι να πω είναι πως είμαι Ελληνίδα και ορθόδοξη χριστιανή! Και βλέπεις στα μάτια αυτών των παιδιών πως έχουν δει πράγματα… Μεγαλώνουν νωρίς! Υπήρχαν μέρες που έκανα μάθημα ενώ ακούγονταν πυροβολισμοί! Όταν είπα στον άντρα μου πως θα πάω να διδάξω στο Τσερμαλίκ, με μάλωσε. Μου είπε: “Νίνα, δεν θέλω τα παιδιά μου να μείνουν ορφανά από μητέρα!”».
Φεύγοντας από τη Μαριούπολη, ξημερώματα πια, με κατεύθυνση προς το κοντινότερο αεροδρόμιο, εκείνο της πόλης Zaporozhye, πέντε περίπου ώρες απόσταση από τη Μαριούπολη, περνώντας από ένα δρόμο όπου τα τάνκς τού είχαν λιώσει την άσφαλτο σχηματίζοντας απότομες λακκούβες, οι στρατιώτες μας σταμάτησαν ξανά στα σημεία ελέγχου ζητώντας να δουν -πάλι!- τα διαβατήριά μας. Κάποιος μου έγνεψε καταφατικά, κοιτώντας το εθνόσημο της Κυπριακής Δημοκρατίας, λέγοντάς μου κάτι για τη Λεμεσό που δεν μετέφρασα. Άναψε το φακό που κρατούσε στα χέρια του και τον πέρασε πάνω από τα πρόσωπά μας: «Όλα ok!». «Μια περίκλειστη πόλη μέσα στην πόλη», είπα στον οδηγό μας, τον Γιάννη, στα ελληνικά. Συμφώνησε. Και ψιθύρισα λίγο από μέσα μου εκείνο το τραγούδι που είχαν αφήσει στη μέση τα μικρά παιδιά στο σχολείο τους το πρωί – το τόσο προφητικό: «Αχ, Ελλάδα, θα στο πω / πριν λαλήσεις πετεινό / δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι / μ’ εκβιάζεις μου κολλάς / σαν το νόθο με πετάς / μα κι’ απάνω μου κρεμιέσαι…».