Η μαζικότερη εκτέλεση στην ιστορία του Σικάγο, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ αντίπαλων μαφιόζων, που θεωρείται και ένα από τα διασημότερα εγκλήματα που χρεώνονται στον περίφημο Αλ Καπόνε.
______________________________
Το παρασκήνιο
Η Αμερική βρισκόταν ήδη στην περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης από τον Ιανουάριο του 1920, μια περίοδος που βασίλεψε η παρανομία, η οικονομική παρακμή, το λαθρεμπόριο αλκοόλ και όχι μόνο και φυσικά η μαφία.
Ο πιο διάσημος αρχιμαφιόζος, που ουσιαστικά “κυβερνούσε” τότε την χώρα υπογείως, ήταν ο Ιταλο-αμερικανός Al Capone. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη από γονείς Ιταλούς μετανάστες, εισήχθη από την εφηβική του ηλικία στον κόσμο των συμμοριών και δεν άργησε να σκαρφαλώσει στην ιεραρχία και να γίνει το μεγάλο κεφάλι της οικογένειας της Μαφίας του Σικάγο (Chicago Outfit, Chicago Mob).
O Al Capone και οι δικοί του κυριαρχούσαν τότε στην “νότια πλευρά” της πόλης, ενώ στην “βόρεια” έκανε κουμάντο η Ιρλανδο-αμερικάνικη North Side Gang με αρχηγό τον Bugs Moran. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα είχαν προφανώς ανταγωνισμό σε οτιδήποτε, λαθρεμπόριο αλκοόλ, τζόγο, πορνεία, συναναστροφές με πολιτικά πρόσωπα, ενώ ήδη από το 1925 οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν γίνει πιο εχθρικές από ποτέ.
Τον Οκτώβριο του 1924 οι εκτελεστές των Νοτίων, που τότε διοικούσε ο Johnny Torrio δολοφόνησαν τον τότε αρχηγό των Βόρειων, Dean O’Banion. Οι Βόρειοι αναζήτησαν εκδίκηση στήνοντας μια ενέδρα θανάτου στον Αλ Καπόνε (το δεξί χέρι του Torrio) γαζώνοντας κυριολεκτικά το αυτοκίνητό του τον Ιανουάριο του 1925. Ο Καπόνε γλίτωσε σχεδόν εκ θαύματος. Ανάλογη επίθεση δέχτηκε και ο Τόρριο, που επίσης επέζησε, ενώ αποφάσισε μετά από αυτό να αποχωρήσει δίνοντας την αρχηγική του θέση στον 26χρονο τότε Αλ Καπόνε.
Οι απόπειρες δολοφονιών μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίστηκαν. Τον Οκτώβριο του 1926, οι εκτελεστές του Αλ Καπόνε κατάφεραν να σκοτώσουν και τον επόμενο αρχηγό των Βορείων, τον 28χρονο Hymie Weiss, που θεωρούταν και ο μεγαλύτερος εχθρός του. Τελευταίος αρχηγός των Βορείων ανέλαβε ο George “Bugs” Moran.
Τον Σεπτέμβριο του 1928 η συμμορία του Moran σκότωσε τον Tony Lombardo, φίλο και πρώην σύμβουλο του Αλ Καπόνε και πρόεδρο της Unione Siciliana. Η δολοφονία του εξόργισε καθοριστικά τον Αλ Καπόνε, που είχε πλέον στόχο να εκδικηθεί εξοντώνοντας εντελώς τους Βόρειους και να αναλάβει την κυριαρχία και της υπόλοιπης πόλης.
Κάπως έτσι φτάσαμε στην καταγεγραμμένη ως την μαζικότερη εκτέλεση στην ιστορία του Σικάγο, που έμεινε γνωστή ως η Σφαγή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου.
Η ενέδρα θανάτου
14 Φεβρουαρίου 1929
Ο Αλ Καπόνε είχε στήσει μια υποτιθέμενη αγοραπωλησία παράνομου αλκοόλ με τους Βόρειους. Την προηγούμενη μέρα, ένας από τους δικούς του επικοινώνησε με τον αρχηγό Bugs Moran προσποιούμενος έναν άγνωστο λαθρέμπορο που ήθελε να πουλήσει μια μεγάλη ποσότητα ακριβού ουίσκι. Ο Μόραν δέχτηκε εύκολα και η παράδοση κανονίστηκε για το πρωί της 14ης Φεβρουαρίου σε μια αποθήκη της κυριότητας των Βορείων στο Λίνκολν Παρκ του Σικάγο.
Γύρω στις 10:30 το πρωί επτά άντρες του Μόραν βρισκόντουσαν στην αποθήκη περιμένοντας το φορτίο. Ήταν οι δύο εκτελεστές Frank και Peter Gusenberg, ο λογιστής Adam Heyer, ο “υπαρχηγός” και κουνιάδος του Moran James Clark, οι “εξωτερικοί” συνεργάτες της συμμορίας Albert Weinshank και Reinhardt H. Schwimmer, καθώς και ο μηχανικός John May, που εργαζόταν περιστασιακά για εκείνους.
Τέσσερις άντρες του Αλ Καπόνε ντυμένοι σαν αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο αιφνιδιάζοντας τα ανυποψίαστα μέλη των Βορείων. Χωρίς καθυστερήσεις, ανάγκασαν και τους επτά να σταθούν με το πρόσωπο στον τοίχο και άνοιξαν πυρ γαζώνοντάς τους με περισσότερες από 200 σφαίρες.
Οι γείτονες ακούγοντας τους αλλεπάλληλους πυροβολισμούς ειδοποίησαν την αστυνομία, που έφτασε στο σημείο λίγο αργότερα. Οι άγνωστοι εκτελεστές είχαν εξαφανιστεί, ενώ το σημείο της σφαγής είχε λουστεί στο αίμα. Αναφέρεται πως κάποια από τα πτώματα είχαν σχεδόν κοπεί στη μέση από τους πυροβολισμούς που είχαν δεχθεί.
Ο μόνος που ζούσε ακόμα εκείνη τη στιγμή, παρά τα 14 τραύματα που έφερε, ήταν ο Frank Gusenberg. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου για λίγο η κατάστασή του κατάφερε να σταθεροποιηθεί, όμως τελικά πέθανε και εκείνος τρεις ώρες αργότερα. Όταν οι αστυνομικοί προσπάθησαν να του πάρουν μια κατάθεση για το συμβάν ρωτώντας τον ποιοι τους επιτέθηκαν, εκείνος είπε “Κανένας δεν με πυροβόλησε”.
Ο ίδιος ο Μόραν γλύτωσε παρά λίγο το μακελειό, καθώς άργησε να φτάσει στην αποθήκη και όταν είδε από μακριά τους “αστυνομικούς” εκεί έφυγε χωρίς να πλησιάσει. Οι άντρες του Αλ Καπόνε περίμεναν και εκείνον για να εκτελέσουν την ενέδρα, όμως τον μπέρδεψαν με έναν άλλο από τους συνεργάτες του, με τον οποίο είχαν παρόμοιο ντύσιμο.
Η περίφημη Σφαγή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου πρωτοστατούσε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων επί μήνες και οι έρευνες και θεωρίες για το ποιος βρισκόταν πίσω από την σοκαριστική δολοφονία έδιναν και έπαιρναν.
Ανεπίσημα βέβαια όλοι αναγνώριζαν ως αυτουργό τον Al Capone και συνεργάτες της συμμορίας του. Αυτό όμως δεν κατάφερε να αποδειχθεί ποτέ. Ο Αλ Καπόνε ως συνήθως είχε άλλοθι, καθώς επιβεβαιωμένα βρισκόταν στο σπίτι του στην Φλόριντα την ώρα της εκτέλεσης, ενώ και κανένα άλλο στοιχείο δεν τον συνέδεε επίσημα με το περιστατικό. Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα για τα οποία ήταν υπεύθυνος, παρόλο που οι δράστες της υπόθεσης δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ.
Ωστόσο, ο σκοπός πέτυχε. Με τα περισσότερα μέλη των Βορείων να έχουν πλέον εξοντωθεί, η συμμορία άρχισε πλέον να μετράει αντίστροφα προς το τέλος της. Ο Moran μετά από λίγο καιρό αποχώρησε από την συμμορία, η οποία δεν άργησε να διαλυθεί εντελώς, και ο ίδιος συνέχισε τις παρανομίες καταντώντας άφραγκος και κατόπιν στην φυλακή για ληστείες μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Αλ Καπόνε έγινε ο απόλυτος “αρχηγός” -του υπόκοσμου- της πόλης του Σικάγο μέχρι αν βρεθεί κι εκείνος στη φυλακή λίγα χρόνια αργότερα.
Η αποθήκη της “Σφαγής του Αγίου Βαλεντίνου” στην 2122 Ν. Clark Street έγινε τουριστικό θέρετρο μέχρι το 1967, όταν τελικά κατεδαφίστηκε. Ένας Καναδός επιχειρηματίας αγόρασε τα ματωμένα τούβλα από τον τοίχο όπου δολοφονήθηκαν οι επτά “Βόρειοι” και για αρκετά χρόνια εμφανιζόντουσαν σε διάφορες εκθέσεις σχετικές με το έγκλημα. Πολλά από αυτά πουλήθηκαν αργότερα μεμονωμένα και τα υπόλοιπα ανήκουν πλέον στο Εθνικό Μουσείο Οργανωμένου Εγκλήματος (Mob Museum) του Λας Βέγκας.